1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Από τον Δεκέμβριο του 1968 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν κοινωνιολογία.
- Αποφοίτησε από την Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη της Τουρκίας και σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
- Έχει διδακτορικό στην κοινωνιολογία και ειδικεύεται στην κοινωνιολογία του φύλου.
- Ο Φίλιπ Γκόρσκι (Philip Stephen Gorski) είναι Αμερικανός κοινωνιολόγος, που ειδικεύεται στην κοινωνιολογία της θρησκείας και στην ιστορική κοινωνιολογία.
- Η Τζάνετ Αμπού-Λούγκοντ (3 Αυγούστου του 1928-14 Δεκεμβρίου του 2013) ήταν κοινωνιολόγος με σημαντική συμβολή στη θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων και στην αστική κοινωνιολογία, με καταγωγή από την Αμερική.
- Πρόκειται για προβληματική προερχόμενη από την αμερικάνικη κοινωνιολογία.
- Η αστική κοινωνιολογία έχει ακόμη έναν υποτιμέα που ονομάζεται κοινωνιολογία γειτονιάς που υποστηρίζει τη μελέτη των τοπικών κοινοτήτων και την ποικιλομορφία των αστικών γειτονιών.
- Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί στην κοινωνιολογία της Αμερικανίδας Lester Frank Ward (1841-1913) προφανώς ληφθείσα από τα κείμενα του Auguste Comte.
- Σπούδασε ιστορία στην , γεωγραφία και κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο Paris VIII.
- Είναι γνωστός για τη συμβολή του στην κοινωνιολογία της γνώσης, την κοινωνιολογία της θρησκείας, τη μελέτη της νεωτερικότητας και την θεωρητική κατασκευή της κοινωνιολογικής θεωρίας.
- Σπούδασε Σλαβικές Γλώσσες και Λογοτεχνία, Αρμενικές σπουδές και κοινωνιολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
- Ακολούθησε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην κοινωνιολογία στη Σορβόνη.
- Θεωρώντας την κοινωνιολογία ιστορικά διακρίνει κανείς μια σειρά γεγονότων που συνδέονται με την 'γέννηση' του αντικειμένου.
- Σπούδασε κοινωνιολογία στο Amherst College στη Μασαχουσέτη στις ΗΠΑ, την περίοδο 1970-1975, και αργότερα ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην κοινωνιολογία της ανάπτυξης στο London School of Economics, Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ 1975 και 1977.
- Όλα τα θέματα που αφορούν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των επαγγελμάτων εξετάζονται και μελετώνται από ιδιαίτερο κλάδο της Κοινωνιολογίας καλούμενος Επαγγελματική κοινωνιολογία ή Κοινωνιολογία των επαγγελμάτων.
- Το 1888 επέστρεψε για μεταπτυχιακό στην πολιτική οικονομία, με δευτερεύον αντικείμενο την κοινωνιολογία.
- Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες με μεταπτυχιακό στην κοινωνιολογία.
- Σπούδασε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα, και κοινωνιολογία στο Παρίσι.
- Έχει σπουδάσει κοινωνιολογία στην Φρανκφούρτη, πολιτικές επιστήμες και παιδαγωγική και πήρε δίπλωμα παιδαγωγικής το 1992.
© dict.cc Greek-German dictionary 2024
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!