Werbung
 Übersetzung für 'κοσμηματοπωλείο' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
εμπόρ.
κοσμηματοπωλείο {το}
Juweliergeschäft {n}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'κοσμηματοπωλείο' von Griechisch nach Deutsch

κοσμηματοπωλείο {το}
Juweliergeschäft {n}εμπόρ.
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Χαρακτηριστικό είναι ότι στον αριθμό 13 το 1898 ο Cartier άνοιξε το κοσμηματοπωλείο του.
  • Επόμενος σταθμός του η Αμερική, όπου εκτός από τις δημιουργίες υψηλής ραπτικής έγινε και καλλιτεχνικός σύμβουλος στο γνωστό κοσμηματοπωλείο «Tiffany’s».
  • Ο Θάνος Αξαρλιάν γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1972 στην Αθήνα, όπου και σπούδαζε στο Τμήμα Γεωλογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δούλευε στο κοσμηματοπωλείο της οικογένειας του στο κέντρο της Αθήνας.
  • Δύο από τους τρεις ήταν Σέρβοι, ηλικίας 20 και 36 ετών, και συνελήφθησαν ενώ επιχειρούσαν να ληστέψουν ένα κοσμηματοπωλείο.
  • Μετά από μια ληστεία σε ένα κοσμηματοπωλείο ο Καπόνε θα σε μια αστυνομική περίπολο, όπου κατά την προσπάθεια του να διαφύγει θα πέσει πάνω σε μια τζαμαρία με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο πρόσωπο και να του αφήσει μια βαθεία ουλή, όπου αυτό θα τον κάνει ευρύτερα γνωστός με το παρατσούκλι ο Σημαδέμενος.

  • Ο Γουίνστον ξεκίνησε την δικιά του κατασκευή κοσμημάτωντο 1920 και άνοιξε το πρώτο κοσμηματοπωλείο στη Νέα Υόρκη το 1932.
  • Την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018 ο Κωστόπουλος εισήλθε απόντος του κοσμηματοπώλη σε κοσμηματοπωλείο επί της οδού Γλάδστωνος στην Ομόνοια.
  • Φτάνοντας στο Παρίσι πηγαίνουν στο άδειο διαμέρισμα του Κορέ και αρχίζουν να σχεδιάζουν την ληστεία στο κοσμηματοπωλείο.
  • Παράλληλα εργάστηκε σε εργοστάσιο σοκολατοποιίας αλλά και σε κοσμηματοπωλείο.
  • Ο Μπάμπης την χρησιμοποιεί προκειμένου να σιγουρευτεί πως το κόλπο της ληστείας θα προχωρήσει σωστά, παράλληλα όμως σχεδιάζει με άλλη ομάδα κλοπή σε κοντινό κοσμηματοπωλείο.

  • Επαγγελματικά, διατηρούσε κοσμηματοπωλείο στην πειραιώτικη συνοικία Πηγάδα.
  • Διατήρησε το περιβραχιόνιο του αρχηγού για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλου του 1970 στο Μεξικό αλλά ενεπλάκη στην κλοπή ενος βραχιολιού από κοσμηματοπωλείο της Μπογκοτά στην Κολομβία, όπου η Αγγλία έμενε κατά τη διάρκεια τουρνουά προετοιμασίας.
  • Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται σε τέσσερις κακοποιούς και φίλους, οι οποίοι αποφασίζουν να διαρρήξουν ένα κοσμηματοπωλείο στο κέντρο του Παρισιού.
  • Η Melinda συνοδεύει την Delia σ’ ένα τοπικό κοσμηματοπωλείο, όταν ληστές εισβάλλουν στο κατάστημα.
  • Η επιχείρηση έχει ως αφετηρία το έτος 1884, όταν ο Έλληνας μετανάστης Σωτήριος Βούλγαρης (1857 - 1932) με καταγωγή από την τουρκοκρατούμενη ακόμα Ήπειρο και συγκεκριμένα από την Παραμυθιά Θεσπρωτίας, άνοιξε κοσμηματοπωλείο στη Ρώμη.

    Werbung
    © dict.cc Greek-German dictionary 2025
    Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
    Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!