Werbung
 Übersetzung für 'κυρίως' von Griechisch nach Deutsch
κυρίως {adj}hauptsächlich
3
κυρίωςHaupt-
κυρίως {adv}vorwiegend
ungeprüft ιδίως, κυρίως {adv}vornehmlich
4 Übersetzungen
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Στις παραπάνω εκτάσεις φύονται, κωνοφόρα κυρίως Πεύκα και Κυπαρίσσια, πλατύφυλλα κυρίως Οξυά και Βελανιδιά, μονοκαλλιέργειες κυρίως υβρίδια λεύκης και τέλος αείφυλλα - πλατύφυλλα ( κουμαριές, πουρνάρι φυλίκι κ.α.).
  • Ακολουθούν κυρίως τον ποταμό Έβρο.
  • Ο όρος παραλογοτεχνία χρησιμοποιείται, κυρίως από τους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους, για να περιγράψει ορισμένα είδη λογοτεχνίας που απευθύνονται κυρίως στο πλατύ κοινό και, ορισμένες φορές, δεν έχουν ιδιαίτερες αξιώσεις από πλευράς ποιότητας, μα στοχεύουν κυρίως στη μαζική κατανάλωση.
  • Η εταιρεία πωλεί κυρίως μεταποιημένους σπόρους σησαμιού, ταχίνι, χαλβά και μαρμελάδα.
  • Η περιοχή κατοικείται κυρίως από Χάζαρους αλλά και από Τατζίκους και Παστούν.

  • Μειονότητες δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης περιλαμβάνουν τους Λεβαντίνους (κυρίως Γαλλικής, Γενοβέζικης και Βενετσιάνικης καταγωγής), που υπάρχουν στη χώρα (κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη) από τον Μεσαίωνα.
  • Τρέφεται κυρίως με έντομα και προνύμφες αυτών.
  • Στις περιοχές που κατοικούν κυρίως οι Εβένοι, η γλώσσα Εβέν διδάσκεται στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό σχολείο, μαζί με την εθνική γλώσσα, τη ρωσική.
  • Ένα SDS μιας ουσίας δεν αποσκοπεί κυρίως για χρήση από έναν γενικό καταναλωτή, αλλά εστιάζει κυρίως στους κινδύνους της εργασίας με το υλικό σε εργασιακό περιβάλλον.
  • Τα ιδιαίτερα ευάλωτα σημεία στο σώμα είναι κυρίως η βουβωνική χώρα (στον άνδρα κυρίως), ο ομφαλός και ο μηριαίος δακτύλιος (στις γυναίκες κυρίως), αλλά και σε οιαδήποτε μετεγχειρητική ουλή.

  • Το ημιορεινό έδαφος της περιοχής καλύπτεται κυρίως από καλλιέργειες και βοσκοτόπους.
  • Σήμερα οι Ουρούμ που δεν μετανάστευσαν στην Ελλάδα διαμένουν κυρίως στην Ρωσία κυρίως στο βόρειο Καύκασο (περιοχή του Εσσεντουκί, Σταυρούπολη, Κρασνοντάρ, Μαϊκόπ), στην Ουκρανία κυρίως στην περιοχή του Ντόνετσκ ενώ στη Γεωργία κυρίως στις περιοχές της Τσαλκας, του Τέτρι - Τσκάρο και του Ντμανίσι.
  • soapstone γερμανικά speckstein) είναι πέτρωμα το οποίο συνίσταται κυρίως από τάλκη με ποικίλες προσμίξεις κυρίως χλωρίτη και αμφιβόλων (κυρίως τρεμολίτη και ανθοφυλλίτη).
  • Η σκορδαλιά συνήθως συνοδεύει τηγανητά ψάρια (κυρίως μπακαλιάρο), τηγανητά λαχανικά (κυρίως μελιτζάνες και κολοκύθια, ή βραστά λαχανικά (κυρίως τεύτλα).
  • Περιλαμβάνει κυρίως χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες κυρίως στην πλειοψηφία είναι σλαβόφωνες χώρες (Ρωσία, Ουκρανία, Σερβία κ.α.).

  • ... 026 κάτοικους), οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την γεωργία, καλλιεργώντας κυρίως σιτηρά, εσπεριδοειδή και ελιές.
  • Σήμερα, ενδημικές εστίες υπάρχουν κυρίως στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική.
  • Να σημειωθεί ότι οι σίφωνες εκδηλώνονται κυρίως στο ψυχρό μέτωπο που σχηματίζεται στη λεγόμενη σφήνα ύφεσης, καθώς και σε άλλα (ψυχρά κυρίως) μέτωπα όταν αυτά παρουσιάζουν μεγάλη δραστηριότητα.
  • Το σκάφος αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως για διαπορθμεύσεις παράλιων περιοχών που μεσολαβούσαν βραχώδεις ακτές, χωρίς οδική σύνδεση μεταξύ τους.
  • Στο υπέδαφος του βουνού περιέχονται αρκετά μεταλλεύματα, κυρίως αντιμόνιο.

    Werbung
    © dict.cc Greek-German dictionary 2025
    Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
    Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!