Übersetzung für '
πέτρα' von Griechisch nach Deutsch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Στην κατασκευή χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό η πέτρα, την οποία συμπληρώνουν τούβλα.
- την πέτρα που είχε καταπιεί ο Κρόνος, αντί για τον νεογέννητο γιο του τον Δία, αφού τον εξαπάτησε η Ρέα.
- Η πέτρα Σαλαμίνας είναι χαραγμένη πέτρα, στην οποία έχουν γραφτεί οι διάφορες μονάδες μέτρησης που χρησιμοποιούνται στην Αρχαία Ελλάδα.
- Στην αρχαιότητα, τοποθετήθηκε μια αναμνηστική πλάκα στην περιοχή αλλά η αρχική πέτρα δεν έχει διασωθεί.
- Στις 30 Οκτωβρίου 1990 η οργάνωση Memorial εγκατέστησε στην πλατεία την Πέτρα Σολοβέτσκυ, ένα απέριττο μνημείο για τα θύματα των Γκουλάγκ, μια απλή μεγάλη πέτρα από το Στρατόπεδο-φυλακή Σολοβιέτσκι στη Λευκή Θάλασσα.
- Τα υλικά κατασκευής του Μνημείου πάρθηκαν από την Αυστραλία: η πέτρα που επιλέχθηκε για το κτίριο ήταν γρανοδιορίτης που λατομήθηκε από το Tynong.
- Το μενίρ («μακριά πέτρα» (βρετονικό men=πέτρα) + hir=μακρύς) είναι πέτρινη κατασκευή, για την ακρίβεια μακρόστενος ογκόλιθος, τοποθετημένος όρθια, που συνήθως συναντάται σε μέρη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος κυρίως προϊστορικής προέλευσης.
- Την Πρωτοχρονιά κάθε νοικοκυρά έφερνε φρέσκο νερό από τη βρύση της γειτονιάς, ένα ρόδι, μία πέτρα και λίγη άμμο και στη θέση τους άφηνε γλυκίσματα.
- Όλα τα σπίτια ήταν χτισμένα με πέτρα και στέγη από άσπρη πλάκα φερομένη από άλλες περιοχές, ενώ η πέτρα για το χτίσιμο έβγαινε με σκληρή δουλεία από κοντινά μαντέμια.
- Χαρακτηριστικό της περιοχής η κόκκινη πέτρα, η πέτρα Μυστεγνών που κοσμεί αρκετές λιθόκτιστες κατασκευές σε αρκετά σπίτια των κατοίκων του νησιού.
- Λίγες μαρτυρίες απομένουν στις Βόρειες χώρες από την Εποχή του Λίθου, του Χαλκού ή του Σιδήρου, με εξαίρεση ένα περιορισμένο αριθμό εργαλείων που από πέτρα, χαλκό και σίδηρο, μερικά κοσμήματα και ταφικούς τύμβους από πέτρες.
- Η παράδοση που χρονολογείται από την εποχή του Φορντάν περιγράφει μια "Πίκτικη πέτρα" με το όνομα "Γκλάμις 2" σαν το "ταφικό μνημείο του Μάλκολμ".
- Σε ένα σημείο ήταν μια μεγάλη πέτρα.
- Για να παίξεις "κουτσό" χρειάζεσαι μια πέτρα (μικρή συνήθως).
- Οι γωνίες του ήταν χτισμένες από επεξεργασμένη λευκή πέτρα, όπως και τα πλαίσια των παραθύρων.
- Το θέμα ή η παράσταση σχεδιάζεται με λιπαρή κιμωλία πάνω σε πέτρα (πορώδη σβεστόλιθο) ή πλάκα τσίγγου και στην συνέχεια στεγνώνεται.
- Το κτίριο είναι χτισμένο από λευκή πέτρα, η ίδια με την πέτρα στον 700 ετών παλαιότερο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου.
- Τεχνητή πέτρα ονομάζεται το οικοδομικό υλικό το οποίο αντικαθιστά την φυσική πέτρα στις επιφάνειες συνήθως εξωτερικών αλλά και εσωτερικών τοίχων.
- ο Συμιακός βουτηχτής Μιχαήλ Καρανίκης καταδύθηκε στον πάτο της θάλασσας κρατώντας στα χέρια επίπεδη πέτρα βάρους 12 περίπου οκάδων.
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!