Übersetzung für '
πέτρωμα' von Griechisch nach Deutsch
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Όταν, με τη διεργασία της διαγένεσης, οι κόκκοι της άμμου υποστούν συγκόλληση, δίνουν πέτρωμα που ονομάζεται ψαμμίτης.
- Ο αδινόλης (αγγλ. "adinole") είναι πέτρωμα που ανήκει στην ομάδα των στιφρών κερατιτών.
- Η κίσσηρη, κίσηρη ή περισσότερο γνωστή ως ελαφρόπετρα είναι ηφαιστειογενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται από πορώδες τραχείας υφής ηφαιστειακό γυαλί, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και κρυστάλλους.
- Το όρος Ε αποτελείται από μη αλκαλικό,πλούσιο σε μαγνήσιο και σίδηρο, ηφαιστειογενές πέτρωμα.
- Ο Ελβετός επιστήμονας θα δώσει στο πέτρωμα το όνομα «Δολομίτης», προς τιμήν του Ντολομιέ τον Μάρτιο του 1792.
- Εάν οι κρύσταλλοι στο ίδιο πέτρωμα εμφανίζουν με δύο διαφορετικά μεγέθη τότε το πέτρωμα καλείται πορφυροειδές.
- Στην εστία ενός τεκτονικού σεισμού απελευθερώνεται αρχικώς η ενέργεια παραμορφώσεως (τασικό φορτίο) που είναι αποθηκευμένη στο πέτρωμα, με την έναρξη της κινήσεως των μερών του ρήγματος.
- Ως πέτρωμα βρίσκεται στον γουιτλοκίτη (Whitlockite).
- Το πολύτιμο πέτρωμα ολιβίνης σε περιδοτίτες ενσωματωμένο προέκυψε σε μεγάλο βάθος, αλλά στη συνέχεια ήρθε γρήγορα στην επιφάνεια.
- Για τη φύση της Μόχο υπήρξαν δύο βασικές απόψεις η πρώτη βασισμένη στον εκλογίτη (πυριγενές πέτρωμα μεταμόρφωσης), η δε δεύτερη στον περιδοτίτη (υπερβασικό πέτρωμα).
- Ένα τρίτο εκρηξιγενες πέτρωμα, ο διορίτης, είναι παρόν με παρεισδύσεις και στα δύο είδη γρανίτη, ιδιαίτερα εμφανείς στην περιοχή που βρίσκεται ο Τοίχος της Βόρειας Αμερικής (North America Wall).
- Ο βασάλτης είναι έκχυτο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται από την ταχεία ψύξη βασαλτικής λάβας που εκτείθεται στην ή κοντά στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου.
- Ο ασβεστόλιθος είναι ιζηματογενές πέτρωμα, του οποίου το βασικό συστατικό είναι ο ασβεστίτης (CaCO3).
- Ο γνεύσιος (αγγλικά: "gneiss") είναι ευρέως διαδεδομένο πέτρωμα που προέρχεται από υψηλού βαθμού περιφερειακή μεταμόρφωση πετρωμάτων.
- ... "gabbro") είναι βασικό πυριγενές πέτρωμα.
- Ο Τεχνογρανίτης ή Τεχνητός γρανίτης είναι συνθετικό χαλαζιακό πέτρωμα που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό υλικό σε οικοδομές.
- Οι συνθήκες υπό τις οποίες υπάρχει ένα πέτρωμα θα έχουν ως αποτέλεσμα διαφορετικές δομές που οι γεωλόγοι παρατηρούν πάνω από το έδαφος στην ύπαιθρο.
- Ο βωξίτης είναι πέτρωμα, δηλαδή συνδυασμός ορυκτών, και αποτελεί το κυριότερο μετάλλευμα αργιλίου.
- Στη Γεωλογία με τον όρο διαφορική ανάτηξη ή παλιγγένεση χαρακτηρίζεται το γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο όταν ρευστοποιηθεί τέλεια ή σχεδόν τέλεια ένα πέτρωμα στο φλοιό της Γης, τότε κατά τη κρυστάλλωση της ρευστοποιημένης ύλης του δημιουργείται ένα μεταμορφωμένο πέτρωμα, ο λεγόμενος μιγματίτης.
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!