Werbung
 Übersetzung für 'πληθυντικός' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
πληθυντικός {ο}Plural {m}
2
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'πληθυντικός' von Griechisch nach Deutsch

πληθυντικός {ο}
Plural {m}
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Το νέφος (πληθυντικός: νέφη) ή σύννεφο (πληθυντικός: σύννεφα) αποτελεί ορατό σύνολο υδρατμών, λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή λεπτότατων παγοκρυστάλλων, ή συνδυασμό των προηγουμένων, που προέρχονται από τη συμπύκνωση των υδρατμών που βρίσκονται στην ατμόσφαιρα.
  • Τα τοπικά ονόματα που χρησιμοποιούνται σε ευρεία κλιμακα για τη δυτική ομάδα των Πυγμαίων είναι «Bambenga» (πληθυντικός αριθμός του Mbenga), που χρησιμοποιείται στη γλώσσα Kongo και «Bayaka» (πληθυντικός του Aka/Yaka), που χρησιμοποιείται στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία .
  • Πύργοι είναι ο πληθυντικός τού πύργου.
  • 152 οικισμούς όσον αφορά τον Ιούλιο του 2009, 328 πόλεις (ο ουγγρικός όρος: város, πληθυντικός: városok, δεν ξεχωρίζει πόλεις και κωμοπόλεις) και 2824 χωριά (ουγρ\γρικά: község, πληθυντικός: községek).
  • Ιόν (πληθυντικός ιόντα) είναι άτομο ή ομάδα ατόμων που φέρει ηλεκτρικό φορτίο.

  • Η νορβηγική ονομασία είναι «krone», ο πληθυντικός του είναι «kroner» και διαιρείται σε 100 έρε (ενικός και πληθυντικός).
  • Κατά την διάρκεια της Αρχαιότητας, το θερμοπωλείο (πληθυντικός θερμοπωλεία) ήταν κατάστημα ταχείας εστίασης.
  • Λεβ (πληθυντικός: "λέβα" ή "λέβοβε"), νομισματική μονάδα της Βουλγαρίας.
  • Με το όνομα Σκήτη (πληθυντικός "Σκήτες") φέρεται μοναστικό ίδρυμα που υπάγεται σε Κυρίαρχη Μονή ή Μοναστήρι.
  • Στη γλώσσα Τσεζ οι περιφέρεις του Νταγκεστάν επίσης αναφέρονται ως "вилайат" ("wilayat"), πληθυντικός "вилайатйоби" ("wilayatyobi"), αλλά είναι σε χρήση επίσης και ο όρος "район" ("raion"), πληθυντικός "районйаби" ("rayonyabi").

  • Με το όνομα Βαλής (αραβικά: والي), πληθυντικός "Βαλήδες", φέρονταν εξελληνισμένα διοικητικός τίτλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
  • Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη "pluralis" που σημαίνει "πλήθος, πληθυντικός".
  • Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο ρεάλ, ο πληθυντικός ήταν ρέις.
  • Όπως καταδεικνύουν οι γλωσσολογικές μελέτες, ο πληθυντικός ευγενείας έχει την αφετηρία του στον πληθυντικό της μεγαλοπρεπείας (pluralis majestatis), ο οποίος πρωτοπαρουσιάστηκε στη διάκριση των λατινικών αντωνυμιών "tu" (εσύ) και "vos" (εσείς).
  • Το έδαφος της Λιθουανίας διαιρείται σε 10 επαρχίες (λιθουανικά: ενικός "apskritis", πληθυντικός "apskritys"), που ονομάζονται όπως οι πρωτεύουσές τους.

  • ... Γερμανικός πληθυντικός [...]) είναι το ομοσπονδιακό σύστημα οδικής αρτηρίας ελεγχόμενης πρόσβασης στη Γερμανία .
  • ... "rublʹ", πληθυντικός: [...] "rubli"; σύμβολο: ₽, руб; κωδικός: RUB) είναι το νόμισμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!