Werbung
 Übersetzung für 'πλούσιος' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
πλούσιος {adj}reich
10
πλούσιος {adj}reichlich [in genügender Menge]
2 Übersetzungen
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'πλούσιος' von Griechisch nach Deutsch

πλούσιος {adj}
reich

reichlich [in genügender Menge]
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Η Δόμνα γεννήθηκε στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης το 1783. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος γαικτήμονας.
  • ... - 44) από τον Οίκο των Αλαβάρχων ήταν πλούσιος έμπορος, διακεκριμένος Ιουδαίος της Αλεξάνδρειας.
  • Ο Μαρτινό, ένας πλούσιος και ισχυρός δικηγόρος σε μια μικρή γαλλική πόλη, κρίνεται υπόπτος για βιασμό και δολοφονία δύο μικρών κοριτσιών.
  • Ο Μαρτίμ Β΄ έγινε ένας πλούσιος ευγενής στην Αυλή τού Διονυσίου της Πορτογαλίας, αδελφού τού Μαρτίμ Α΄.
  • Ο δήμος είναι πλούσιος σε φυσικούς πόρους, ιδίως σε γαιάνθρακες, ασφαλτούχο σχιστόλιθο, άμμο και ασβεστόλιθο.

  • Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν πλούσιος έμπορος σταφίδας και φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου.
  • Είναι πλούσιος επιχειρηματίας και γενικά ένας συντηρητικός πολιτικός.
  • Ανάλογα με τον πλούτο κάποιου, ήταν και το είδος της υπηρεσίας· “όσο πιο πλούσιος κάποιος, τόσο μεγαλύτερες οι υποχρεώσεις του για στρατιωτική υπηρεσία”.
  • Ο ποταμός στον άνω ρου του είναι πλούσιος σε ψάρια, μπαρμπούνια, καραβίδες και κωβιούς.
  • Διασχιζόμενος διαγωνίως από το γαλαξιακό επίπεδο, ο αστερισμός αυτός είναι πολύ πλούσιος σε σώματα του δικού μας Γαλαξία: νεφελώματα, ανοικτά αστρικά σμήνη, άλλους ενδιαφέροντες αστέρες, κλπ..

  • Ο Άνυτος ήταν Αθηναίος πολιτικός, γιος του Ανθεμίωνα, πλούσιος βυρσοδέψης.
  • Πέθανε πολύ πλούσιος το 1243, αφήνοντας την αρχιεπισκοπή με πολλά έσοδα και πλούτο.
  • Ο Παρνάσης ήταν Πατρινός πλούσιος αριστοκράτης που την εποχή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου διορίστηκε διοικητής της Αιγύπτου.
  • Τυπικό χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι ο πλούσιος φθορισμός του, ειδικά όταν φωτίζεται με μέσου μήκους ακτινοβολία όπου και εκπέμπει ένα έντονο κιτρινο-πορτοκαλί χρώμα.
  • «Αφού η Ελβετία είναι πλούσιο κράτος, κάθε Ελβετός είναι πλούσιος».

  • Σύμφωνα με τις δηλώσεις πόθεν έσχες για το οικονομικό έτος 2009, είναι ο πιο πλούσιος Έλληνας πολιτικός.
  • Ο Ουμπέρτο Έκο, αναφερόμενος στο παράδοξο και τον αφορισμό, χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα έναν ορισμό του Τριστάν Μπερνάρ για τον σιωνισμό: "«ένας πλούσιος Εβραίος που ζητά χρήματα από έναν άλλο πλούσιο Εβραίο για να στείλει έναν τρίτο Εβραίο στην Παλαιστίνη»".
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!