1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Γενικά, αν και ο Βαρδάνης ανήλθε στο θρόνο ως ένας επιτυχημένος στρατιωτικός, κατά τη σύντομη βασιλεία του έδωσε προτεραιότητα στις θρησκευτικές υποθέσεις.
- Σε αλουμινόχαρτο και σπαθί, αυτό δίνει μία προτεραιότητα εάν η επέκταση ολοκληρωθεί πριν ο αντίπαλος ξεκινήσει την τελική ενέργεια της επίθεσής του.
- Ναπολεόντων Πολέμων (1803–1815), και η οικογένεια είχε αποκτήσει προτεραιότητα στο εμπόριο του χρυσού μέχρι τότε.
- Εάν μια μοριακή διαμόρφωση χαρακτηρίζεται ως "E" ή "Z" καθορίζεται από τους κανόνες προτεραιότητας Cahn-Ingold-Prelog· στους υψηλότερους ατομικούς αριθμούς δίνεται υψηλότερη προτεραιότητα.
- Η νοησιαρχία, δίδοντας προτεραιότητα στον νου, βρίσκεται σε ριζική αντίθεση προς τον βολουνταρισμό, ο οποίος θεωρεί την βούληση κυρίαρχο στοιχείο της πραγματικότητας.
- Προτεραιότητα (yield): τα lncRNA μπορούν να δώσουν προτεραιότητα στην ενεργοποίηση ανταγωνιστικών μονοπατιών, ώστε μόνο το ένα από τα δύο να είναι ενεργό.
- Η ανάπτυξη του τουρισμού στο Αζερμπαϊτζάν αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης της χώρας.
- Η Ρόμο αποφάσισε να μην έχει παιδιά για να δώσει προτεραιότητα στην καλλιτεχνική της καριέρα.
- Το iOS 10 επιτρέπει στους χρήστες να θέτουν προτεραιότητα σε μία εφαρμογή, όταν γίνεται λήψη πάνω από 2 εφαρμογών, χρησιμοποιώντας 3D Touch.
- Προμαντεία ονομαζόταν η προτεραιότητα που έπαιρναν κάποιες πόλεις ή προσωπικότητες για να πάρουν χρησμό στο Μαντείο των Δελφών.
- προτεραιότητα ενημέρωση για την πορεία των ερευνών.
- Οι Atenistas δίνουν προτεραιότητα σε δράσεις, που αφορούν την ελεύθερη προσβασιμότητα στους δημόσιο χώρο όπως τα ελεύθερα πεζοδρόμια, πεζόδρομοι, πλατείες.
- Στην γλώσσα C, και σε μερικές ακόμα που έχουν κληρονομήσει την προτεραιότητα τελεστών της C (όπως οι C++, Perl και PHP), η προτεραιότητα αλλάζει από δεξιά προς αριστερά και από αριστερά προς δεξιά για διαφορετικούς τελεστές, κάτι το οποίο ο ίδιος ο δημιουργός της C χαρακτήρισε μη ικανοποιητικό.
- Είναι προτεραιότητα για τη Warner Bros.
- (α) Φυλογενετική και οντογενετική προτεραιότητα: ο προφορικός λόγος προηγείται και δεν προϋποθέτει τον γραπτό.
- Με τον φιλοσοφικό και θρησκειολογικό όρο προσωποκρατία, αναφερόμαστε στην οντολογική πρόταση που δίνει προτεραιότητα στην έννοια του προσώπου έναντι της ουσίας.
- Όταν η "οντολογία" δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι του προσώπου, τότε ονομάζεται "ατομοκρατική οντολογία" ή ατομοκρατία.
- Κατα σύμβαση, ο τελεστής [...] έχει προτεραιότητα στα δεξιά: το [...] διαβάζεται ως [...].
- Στην ουρά προτεραιότητας κατά την λειτουργία [...] για να επιλεχθεί το στοιχείο με την προτεραιότητα συγκρίνονται όλα τα στοιχεία της ουράς με το τελεστή μικρότερο [...] και εξάγεται το μεγαλύτερο στοιχείο (μεγαλύτερη προτεραιότητα).
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!