1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Ο Γιώργος Μορφέσης (Πειραιάς, 22 Οκτωβρίου 1969) είναι Έλληνας προπονητής υδατοσφαίριση.
- Αν και η έννοια του ντέρμπι έχει σχεδόν εξαλειφθεί στο ποδόσφαιρο λόγω της απουσίας του Εθνικού από την Α' Εθνική, η αντιπαλότητα είναι ακόμα ζωντανή στην υδατοσφαίριση.
- Ασχολήθηκε με την κολύμβηση και την υδατοσφαίριση στον Ναυτικό Όμιλο του Βόλου, έχοντας στο ενεργητικό του τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας.
- Ο Αλέξανδρος "Κέκος" Γεροθανάσης (Αστακός 1917 - Πάτρα 1944) ήταν Έλληνας αντιστασιακός, πρόσκοπος, αθλητής και πανελληνιονίκης στην πετοσφαίριση και την υδατοσφαίριση.
- Ξεκίνησε την καριέρα του στην υδατοσφαίριση από τον ΝΟΒΑ και το 1989 πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό όπου και έπαιξε έως το 1998.
- Το 1991 οι ομάδες πόλο ανδρών και γυναικών του ΝΟΒ κατέκτησαν μαζί τα πρώτα τους Πρωταθλήματα Ελλάδας στην υδατοσφαίριση.
- Ξεκίνησε κολύμβηση και υδατοσφαίριση στον Ν.Ο.
- Κάπου εκεί τελειώνει η κυριαρχία της χρυσής ομάδας πόλο του Άρη, η οποία κατέκτησε τους τέσσερις από τους πέντε πρώτους πανελλήνιους τίτλους στην υδατοσφαίριση επί διοργάνωσης ΕΚΟΦ.
- Στην υδατοσφαίριση τον τίτλο πήρε ο Εθνικός Πειραιώς.
- Στην υδατοσφαίριση συμμετείχε στο πανελήνιο πρωτάθλημα του 1930 και αποκλείστηκε από τον Ηρακλή Θεσ.
- Άλλα αθλήματα που είναι δημοφιλή στη Μπούντβα είναι το βόλεϊ, η υδατοσφαίριση, η πυγμαχία και η ατομική ανεμοπορία.
- Ο ΑΝΟΓ συντηρεί 5 τμήματα: Κολύμβηση, υδατοσφαίριση ανδρών, υδατοσφαίριση γυναικών, ιστιοπλοΐα, τέννις.
- Η γυναικεία υδατοσφαίριση εισήχθη για πρώτη φορά στους Ολυμπαικούς Αγώνες στη διοργάνωση του 2000, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας.
- Ξεκίνησε τον αθλητισμό αρχικά με την υδατοσφαίριση από τον ΝΟΠ για να τον κερδίσει το χάντμπολ.
- Οι καταδύσεις ανήκουν στα αθλήματα του υγρού στίβου, μαζί με την υδατοσφαίριση και τη συγχρονισμένη κολύμβηση.
- Η Ευρωλίγκα γυναικών (αγγλικά: "LEN Euro League Women") ή Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης υδατοσφαίρισης γυναικών είναι μια ετήσια διοργάνωση συλλόγων γυναικείας υδατοσφαίρισης που διοργανώνεται από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Κολύμβησης (γαλλικά: "Ligue Européenne de Natation", LEN) και διεκδικείται από τους ευρωπαϊκούς συλλόγους των κορυφαίων κατηγοριών.
© dict.cc Greek-German dictionary 2024
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!