Werbung
 Übersetzung für 'ψάλτης' von Griechisch nach Deutsch
θρησκ.μουσ.
ψάλτης {ο}
Kirchensänger {m}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'ψάλτης' von Griechisch nach Deutsch

ψάλτης {ο}
Kirchensänger {m}θρησκ.μουσ.
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Ο Πέτρος Γαϊτάνος (Κοκκινόγεια Δράμας, 31 Οκτωβρίου 1967) είναι Έλληνας τραγουδιστής και ψάλτης.
  • Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος άγιος) παπα-Νικόλας Πλανάς.
  • Από πολύ μικρή ηλικία είχε παραδοσιακά ακούσματα αφού ο πατέρας της δίδασκε παραδοσιακούς χορούς και ο παππούς της ήταν ψάλτης.
  • Ο ψάλτης/τραγουδιστής ("Ταγιού") και ο "παίκτης σαμισέν" παρέχουν την απαραίτητη μουσική του παραδοσιακού ιαπωνικού κουκλοθέατρου.
  • Το 1555 έγινε δεκτός ως τακτικός ψάλτης στο βασιλικό παρεκκλήσι του Ερρίκου Β'.

  • Από το 1622 έως το θάνατό του, μία περίοδο 40 ετών, ήταν ταυτόχρονα καθηγητής στο γυμνάσιο "Zum Grauen Kloster" και ψάλτης της εκκλησίας αγίου Νικολάου στο Βερολίνο.
  • Ο Κωνσταντίνος Πρίγγος (1892 - 1964) ήταν Έλληνας ψάλτης, ο οποίος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
  • Παλαιότερα το έψαλλε πρώτα ο ψάλτης και μετά το επαναλάμβανε ο λαός, από όπου και το όνομά του.
  • Επιστρέφουν στο χωριό, γίνονται ο ένας  ψάλτης και οι τρεις ιερείς.
  • Εκτός από ψάλτης, υπήρξε και έμπειρος αγιογράφος.

  • Μέχρι σήμερα, κάθε Δομέστικος ή Άρχων ψάλτης στη Μεγάλη Εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου υποτίθεται ότι δημιουργεί τις δικές του υλοποιήσεις, ιδίως για όλα τα είδη που ψάλλονται κατά τη διάρκεια των Θείων Λειτουργιών, όπως τα "χερουβικά" ή τα "λειτουργικά" τους (ο ψαλτικός διάλογος της "Αναφοράς" αποτελείται από ένα συγκεκριμένο "ήχο" ή ακόμα και από ένα συγκεκριμένο "μακάμ" ως ιδιαίτερο "μέλος" ενός συγκεκριμένου "ήχου").
  • Ηγέτης του κινήματος ήταν ο Βίλμος Τκάλετς διευθυντής σχολείου και ψάλτης.
  • Ο Βενέδικτος ήταν αρχικά ψάλτης στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της Πάτρας όταν μετά τον θάνατο του αρχιεπίσκοπου "Γωφρίδου" εκλέχτηκε από τους λατίνους κληρικούς της πόλης αρχιεπίσκοπος.
  • Ο Δημήτριος Χρυσαφίδας (1905-1990) ήταν Έλληνας ψάλτης που δημιούργησε ένα σύστημα βυζαντινής μουσικής για τυφλούς.
  • Συνήθως, ήταν είτε ο ιερέας είτε ο ψάλτης της ενορίας, οι οποίοι συχνά δεν είχαν γνώσεις πέραν της Β΄ τάξης, οπότε για τις υπόλοιπες οι μαθητές πήγαιναν στο χωριό Κοντοπούλι.

  • Κανονάρχης ονομάζεται το εκκλησιαστικό αξίωμα και ο τίτλος που δίδεται σε κατώτερο κληρικό (Ιεροψάλτη) ο οποίος κρατεί το Ισσοκράτημα, δηλαδή δίνει τη μουσική βάση πάνω στην οποία θα ψάλει ο ψάλτης η ο Πρωτοψάλτης.
  • Ο Κωνσταντινουπολίτης Χαράλαμπος Ανεστιάδης, Πρωτοψάλτης του Ι.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!