dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
weiter
»
Seite 1 von 18 für den Buchstaben
Α
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
⇄
»
Seite 1/18 für
Α
Άαχεν
{το}
Aachen
{n}
γεωγρ.
αβαείο
{το}
Abtei
{f}
αβαθμολόγητος
unbewertet
άβαθος
seicht
untief
άβακας
{ο}
Abakus
{m}
[Rechenhilfsmittel]
μαθ.
άβαλτος
ungetragen
αβανιά
{η}
Verleumdung
{f}
αβανιάρης
{ο}
Verleumder
{m}
αβάντα
{η}
[βοήθεια]
Hilfe
{f}
αβαρής
schwerelos
αβαρία
{η}
Havarie
{f}
Seeschaden
{m}
αβασίλευτη δημοκρατία
{η}
Republik
{f}
αβασίλευτος
[ήλιος]
noch nicht untergegangen
αβασίλευτος
[χωρίς βασιλιά]
ohne König
[nachgestellt]
αβάσταχτος
[ανυπόμονος]
ungeduldig
αβάσταχτος
[ανυπόφορος]
unerträglich
άβατο
{το}
[ναού]
Abaton
{n}
θρησκ.
άβατον
{το}
[ναού]
Abaton
{n}
θρησκ.
άβατος
unwegsam
unzugänglich
αβγατίζω
ansteigen
αβγό
{το}
Ei
{n}
αβγό
{το}
μάτι
Spiegelei
{n}
αβδηριτισμός
{ο}
Torheit
{f}
αβίδωτος
nicht festgeschraubt
αβλεψία
{η}
Flüchtigkeitsfehler
{m}
αβοήθητος
hilflos
[allein]
αβοκάντο
{το}
Avocado
{f}
γαστρ.
Avocato
{f}
[selten]
γαστρ.
άβολος
ungemütlich
αβούλωτος
unverschlossen
άβραστος
ungekocht
αβρός
[άνθρωπος: από χαρακτήρα]
feinfühlig
αβρός
[απαλός]
zart
αβρότητα
{η}
Feinfühligkeit
{f}
Zartgefühl
{n}
αβροχιά
{η}
Regenmangel
{m}
αβύθιστος
unsinkbar
αγαθό
{το}
Gut
{n}
αγαθοεργία
{η}
Wohltätigkeit
{f}
αγαθοεργός
karitativ
wohltätig
αγαλλίαση
{η}
Jubel
{m}
άγαλμα
{το}
Statue
{f}
άγαμος
ledig
unverheiratet
αγανάκτηση
{η}
Ärger
{m}
Verdrossenheit
{f}
[Ärger]
αγανακτισμένος
verärgert
αγαπάω
lieben
αγάπη
{η}
Liebe
{f}
αγαπημένο μέρος
Lieblingsort
{m}
αγαπημένο ρόφημα
{το}
Lieblingsgetränk
{n}
αγαπημένος
geliebt
Lieblings-
αγαπητός
lieb
αγαπώ
gernhaben
lieben
αγγειογραφικός
Angiografie-
ιατρ.
angiografisch
ιατρ.
Vasenmalerei-
Τέχνη
αγγειοδιασταλτικό νεύρο
{το}
Vasodilator
{m}
ιατρ.
αγγειοδιασταλτικός
gefäßerweiternd
ιατρ.
αγγειοδιαστολή
{η}
Gefäßerweiterung
{f}
ιατρ.
Vasodilatation
{f}
αγγειολογία
{η}
Angiologie
{f}
επιστήμη
ιατρ.
αγγειολογικός
angiologisch
ιατρ.
αγγειολόγος
{ο}
Angiologe
{m}
ιατρ.
αγγειοπλάστης
{ο}
Töpfer
{m}
αγγειοπλαστική
{η}
Töpferhandwerk
{n}
αγγειοπλαστική άργιλος
{η}
Töpferton
{m}
αγγειοπληγία
{η}
Vasoplegie
{f}
ιατρ.
αγγειόσπερμα
{τα}
Bedecktsamer
{f}
βοτ.
T
αγγειοσυσπαστικό
{το}
blutdrucksteigerndes Mittel
{n}
αγγειοσυσταλτικό νεύρο
{το}
Vasokonstriktor
{m}
ιατρ.
αγγειοσυσταλτικός
gefäßverengend
ιατρ.
αγγειοχειρουργική
{η}
Gefäßchirurgie
{f}
ιατρ.
αγγελία
{η}
Annonce
{f}
Anzeige
{f}
(Inserat)
αγγελιοφόρος
{ο}
Bote
{m}
άγγελος
{ο}
Engel
{m}
άγγιγμα
{το}
Berührung
{f}
αγγίζω
berühren
Αγγλία
{η}
England
{n}
γεωγρ.
αγγλικανικός
anglikanisch
θρησκ.
αγγλικανός
{ο}
Anglikaner
{m}
θρησκ.
αγγλικός
englisch
<engl.>
αγγλισμός
{ο}
Anglizismus
{m}
αγγούρι
{το}
Gurke
{f}
γαστρ.
αγελάδα
{η}
Kuh
{f}
αγενής
grob
[unhöflich]
unfreundlich
unhöflich
άγευστος
fade
αγεφύρωτος
unüberbrückbar
αγιασμός
{ο}
[αγιασμένο νερό]
Weihwasser
{n}
θρησκ.
αγιασμός
{ο}
[αγιοποίηση]
Heiligung
{f}
θρησκ.
αγιασμός
{ο}
[καθαγιασμός: σπιτιού, νερού]
Segnung
{f}
θρησκ.
⇄
»
Seite 1/18 für
Α
γεωγρ.
Άαχεν
{το}
Aachen
{n}
αβαείο
{το}
Abtei
{f}
αβαθμολόγητος
unbewertet
άβαθος
seicht
άβαθος
untief
μαθ.
άβακας
{ο}
Abakus
{m}
[Rechenhilfsmittel]
άβαλτος
ungetragen
αβανιά
{η}
Verleumdung
{f}
αβανιάρης
{ο}
Verleumder
{m}
αβάντα
{η}
[βοήθεια]
Hilfe
{f}
αβαρής
schwerelos
αβαρία
{η}
Havarie
{f}
αβαρία
{η}
Seeschaden
{m}
αβασίλευτη δημοκρατία
{η}
Republik
{f}
αβασίλευτος
[ήλιος]
noch nicht untergegangen
αβασίλευτος
[χωρίς βασιλιά]
ohne König
[nachgestellt]
αβάσταχτος
[ανυπόμονος]
ungeduldig
αβάσταχτος
[ανυπόφορος]
unerträglich
θρησκ.
άβατο
{το}
[ναού]
Abaton
{n}
θρησκ.
άβατον
{το}
[ναού]
Abaton
{n}
άβατος
unwegsam
άβατος
unzugänglich
αβγατίζω
ansteigen
αβγό
{το}
Ei
{n}
αβγό
{το}
μάτι
Spiegelei
{n}
αβδηριτισμός
{ο}
Torheit
{f}
αβίδωτος
nicht festgeschraubt
αβλεψία
{η}
Flüchtigkeitsfehler
{m}
αβοήθητος
hilflos
[allein]
γαστρ.
αβοκάντο
{το}
Avocado
{f}
γαστρ.
αβοκάντο
{το}
Avocato
{f}
[selten]
άβολος
ungemütlich
αβούλωτος
unverschlossen
άβραστος
ungekocht
αβρός
[άνθρωπος: από χαρακτήρα]
feinfühlig
αβρός
[απαλός]
zart
αβρότητα
{η}
Feinfühligkeit
{f}
αβρότητα
{η}
Zartgefühl
{n}
αβροχιά
{η}
Regenmangel
{m}
αβύθιστος
unsinkbar
αγαθό
{το}
Gut
{n}
αγαθοεργία
{η}
Wohltätigkeit
{f}
αγαθοεργός
karitativ
αγαθοεργός
wohltätig
αγαλλίαση
{η}
Jubel
{m}
άγαλμα
{το}
Statue
{f}
άγαμος
ledig
άγαμος
unverheiratet
αγανάκτηση
{η}
Ärger
{m}
αγανάκτηση
{η}
Verdrossenheit
{f}
[Ärger]
αγανακτισμένος
verärgert
αγαπάω
lieben
αγάπη
{η}
Liebe
{f}
αγαπημένο μέρος
Lieblingsort
{m}
αγαπημένο ρόφημα
{το}
Lieblingsgetränk
{n}
αγαπημένος
geliebt
αγαπημένος
Lieblings-
αγαπητός
lieb
αγαπώ
gernhaben
αγαπώ
lieben
ιατρ.
αγγειογραφικός
Angiografie-
ιατρ.
αγγειογραφικός
angiografisch
Τέχνη
αγγειογραφικός
Vasenmalerei-
ιατρ.
αγγειοδιασταλτικό νεύρο
{το}
Vasodilator
{m}
ιατρ.
αγγειοδιασταλτικός
gefäßerweiternd
ιατρ.
αγγειοδιαστολή
{η}
Gefäßerweiterung
{f}
αγγειοδιαστολή
{η}
Vasodilatation
{f}
επιστήμη
ιατρ.
αγγειολογία
{η}
Angiologie
{f}
ιατρ.
αγγειολογικός
angiologisch
ιατρ.
αγγειολόγος
{ο}
Angiologe
{m}
αγγειοπλάστης
{ο}
Töpfer
{m}
αγγειοπλαστική
{η}
Töpferhandwerk
{n}
αγγειοπλαστική άργιλος
{η}
Töpferton
{m}
ιατρ.
αγγειοπληγία
{η}
Vasoplegie
{f}
βοτ.
T
αγγειόσπερμα
{τα}
Bedecktsamer
{f}
αγγειοσυσπαστικό
{το}
blutdrucksteigerndes Mittel
{n}
ιατρ.
αγγειοσυσταλτικό νεύρο
{το}
Vasokonstriktor
{m}
ιατρ.
αγγειοσυσταλτικός
gefäßverengend
ιατρ.
αγγειοχειρουργική
{η}
Gefäßchirurgie
{f}
αγγελία
{η}
Annonce
{f}
αγγελία
{η}
Anzeige
{f}
(Inserat)
αγγελιοφόρος
{ο}
Bote
{m}
άγγελος
{ο}
Engel
{m}
άγγιγμα
{το}
Berührung
{f}
αγγίζω
berühren
γεωγρ.
Αγγλία
{η}
England
{n}
θρησκ.
αγγλικανικός
anglikanisch
θρησκ.
αγγλικανός
{ο}
Anglikaner
{m}
αγγλικός
englisch
<engl.>
αγγλισμός
{ο}
Anglizismus
{m}
γαστρ.
αγγούρι
{το}
Gurke
{f}
αγελάδα
{η}
Kuh
{f}
αγενής
grob
[unhöflich]
αγενής
unfreundlich
αγενής
unhöflich
άγευστος
fade
αγεφύρωτος
unüberbrückbar
θρησκ.
αγιασμός
{ο}
[αγιασμένο νερό]
Weihwasser
{n}
θρησκ.
αγιασμός
{ο}
[αγιοποίηση]
Heiligung
{f}
θρησκ.
αγιασμός
{ο}
[καθαγιασμός: σπιτιού, νερού]
Segnung
{f}
weiter
»
Seite 1 von 18 für den Buchstaben
Α
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025