dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 4 für den Buchstaben
Β
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/4 für
Β
βαβούρα
{η}
Getöse
{n}
Βαγδάτη
{η}
Bagdad
{n}
γεωγρ.
βαγένι
{το}
[παρωχ.]
Tonne
{f}
βαγκόν-ρεστοράν
{το}
Speisewagen
{m}
συγκοι
Βάδη-Βυρτεμβέργη
{η}
Baden-Württemberg
{n}
γεωγρ.
βαδίζω
laufen
[zu Fuß gehen]
βάζο
{το}
Vase
{f}
βάζω
anziehen
[Kleidung]
legen
setzen
stellen
βάζω βενζίνη
tanken
[Benzin]
αυτοκιν.
βάζω λίπασμα
düngen
κηπ.
βαθμιαίος
stadial
stufenweise
βαθμολογία
{η}
Punktwertung
{f}
αθλητ.
Spielstand
{m}
βαθμολογία
{η}
[βαθμολόγηση]
Benotung
{f}
βαθμολογία
{η}
[βαθμός]
Note
{f}
βαθμολογώ
bewerten
βαθμός
{ο}
Note
{f}
[Schulnote]
βαθουλός
vertieft
βαθουλωτός
vertieft
βαθύ νόημα
{το}
tiefere Bedeutung
{f}
βαθύπεδο
{το}
Tiefebene
{f}
γεωγρ.
βαθύς
tief
βακτηριακή γενετική
{η}
Bakteriengenetik
{f}
βακτηρίδιο
{το}
Bakterie
{f}
βιολ.
Bakterium
{n}
βιολ.
βακτήριο
{το}
Bakterie
{f}
βιολ.
Bakterium
{n}
βιολ.
βακτηριολογία
{η}
Bakteriologie
{f}
βιολ.
επιστήμη
ιατρ.
βαλανιδιά
{η}
Eiche
{f}
βάλανος
{ο}
Eichel
{f}
ανατ.
Βαλάξα
{η}
[Σποράδες]
Valaxa
{n}
[Sporaden]
γεωγρ.
βαλβίδα
{η}
Ventil
{n}
βαλεριάνα
{η}
Baldrian
{m}
βοτ.
T
βαλίτσα
{η}
Koffer
{m}
βαλλιστική εξέταση
{η}
ballistische Untersuchung
{f}
Βαλπουργιανή νύχτα
{η}
Walpurgisnacht
{f}
βαλσαμίνη
{η}
Balsamine
{f}
βαλσάμωμα
{το}
Einbalsamierung
{f}
βαλσαμώνω
einbalsamieren
βαμβάκι
{το}
Baumwolle
{f}
Watte
{f}
βανάδιο
{το}
Vanadium
{n}
χημ.
βανδαλισμός
{ο}
Vandalismus
{m}
βανίλια
{η}
Vanille
{f}
Βανουάτου
{το}
Vanuatu
{n}
γεωγρ.
βάπτισμα
{το}
πυρός
Feuertaufe
{f}
βαράω
schlagen
βαρβάρα
{η}
[Tadorna tadorna]
Brandgans
{f}
ορν.
T
βαρέλι
{το}
Tonne
{f}
βαρετός
langweilig
βαρήκοος
schwerhörig
βαριεστημένος
gelangweilt
βάριο
{το}
Barium
{n}
χημ.
βάρκα
{η}
Boot
{n}
ναυτ.
βαρόμετρο
{το}
Barometer
{n}
εργαλ.
μετεωρ.
βαρόμετρο
{το}
χρηματιστηριακής αγοράς
Börsenbarometer
{n}
βάρος
{το}
Gewicht
{n}
<Gew.>
Βαρσοβία
{η}
Warschau
{n}
γεωγρ.
βαρύ πυροβολικό
{το}
schwere Artillerie
{f}
στρατ.
βαρύ υγρό
{το}
Schwerflüssigkeit
{f}
φυσ.
βαρύς
schwer
[auch fig.]
βαρύτητα
{η}
Gravitation
{f}
φυσ.
Schwerkraft
{f}
αστρον.
φυσ.
βασάλτης
{ο}
Basalt
{m}
γεωλ.
βάση
{η}
Basis
{f}
Grundlage
{f}
βάση
{η}
δεδομένων
Datenbank
{f}
πλρφκ.
βασικά
grundsätzlich
βασική εκπαίδευση
{η}
Grundausbildung
{f}
εκπαιδ.
βασικός
basisch
χημ.
grundlegend
βασικός κανόνας
{ο}
Grundregel
{f}
βασικός κύκλος
{ο}
μαθημάτων
Grundkurs
{m}
εκπαιδ.
βασίλειο
{το}
Königreich
{n}
βασιλιάς
{ο}
König
{m}
βασιλικός
königlich
βασιλικός
{ο}
Basilikum
{n}
βοτ.
T
βασίλισσα
{η}
Königin
{f}
βαστώ
aushalten
ertragen
halten
Βατικανό
{το}
Vatikanstadt
{f}
γεωγρ.
βατόμουρο
{το}
Brombeere
{f}
βοτ.
T
βατός
befahrbar
βάτραχος
{ο}
Frosch
{m}
ζωολ.
T
Βαυαρία
{η}
Bayern
{n}
Freistaat Bayern
{m}
γεωγρ.
βαφλιέρα
{η}
Waffeleisen
{n}
γαστρ.
βαφτίζω
taufen
βάφτιση
{η}
Taufe
{f}
θρησκ.
βγάζω
entfernen
[Fleck, Schmutz]
βγάζω το φίδι από την τρύπα
[μεταφ.]
die Kuh vom Eis holen
[fig.]
παροιμ.
βγαίνω
ausgehen
βγαίνω έξω
ausgehen
βγαίνω ζημιωμένος/χαμένος
zu kurz kommen
βδέλλα
{η}
Blutegel
{m}
ζωολ.
T
«
⇄
»
Seite 1/4 für
Β
βαβούρα
{η}
Getöse
{n}
γεωγρ.
Βαγδάτη
{η}
Bagdad
{n}
βαγένι
{το}
[παρωχ.]
Tonne
{f}
συγκοι
βαγκόν-ρεστοράν
{το}
Speisewagen
{m}
γεωγρ.
Βάδη-Βυρτεμβέργη
{η}
Baden-Württemberg
{n}
βαδίζω
laufen
[zu Fuß gehen]
βάζο
{το}
Vase
{f}
βάζω
anziehen
[Kleidung]
βάζω
legen
βάζω
setzen
βάζω
stellen
αυτοκιν.
βάζω βενζίνη
tanken
[Benzin]
κηπ.
βάζω λίπασμα
düngen
βαθμιαίος
stadial
βαθμιαίος
stufenweise
αθλητ.
βαθμολογία
{η}
Punktwertung
{f}
βαθμολογία
{η}
Spielstand
{m}
βαθμολογία
{η}
[βαθμολόγηση]
Benotung
{f}
βαθμολογία
{η}
[βαθμός]
Note
{f}
βαθμολογώ
bewerten
βαθμός
{ο}
Note
{f}
[Schulnote]
βαθουλός
vertieft
βαθουλωτός
vertieft
βαθύ νόημα
{το}
tiefere Bedeutung
{f}
γεωγρ.
βαθύπεδο
{το}
Tiefebene
{f}
βαθύς
tief
βακτηριακή γενετική
{η}
Bakteriengenetik
{f}
βιολ.
βακτηρίδιο
{το}
Bakterie
{f}
βιολ.
βακτηρίδιο
{το}
Bakterium
{n}
βιολ.
βακτήριο
{το}
Bakterie
{f}
βιολ.
βακτήριο
{το}
Bakterium
{n}
βιολ.
επιστήμη
ιατρ.
βακτηριολογία
{η}
Bakteriologie
{f}
βαλανιδιά
{η}
Eiche
{f}
ανατ.
βάλανος
{ο}
Eichel
{f}
γεωγρ.
Βαλάξα
{η}
[Σποράδες]
Valaxa
{n}
[Sporaden]
βαλβίδα
{η}
Ventil
{n}
βοτ.
T
βαλεριάνα
{η}
Baldrian
{m}
βαλίτσα
{η}
Koffer
{m}
βαλλιστική εξέταση
{η}
ballistische Untersuchung
{f}
Βαλπουργιανή νύχτα
{η}
Walpurgisnacht
{f}
βαλσαμίνη
{η}
Balsamine
{f}
βαλσάμωμα
{το}
Einbalsamierung
{f}
βαλσαμώνω
einbalsamieren
βαμβάκι
{το}
Baumwolle
{f}
βαμβάκι
{το}
Watte
{f}
χημ.
βανάδιο
{το}
Vanadium
{n}
βανδαλισμός
{ο}
Vandalismus
{m}
βανίλια
{η}
Vanille
{f}
γεωγρ.
Βανουάτου
{το}
Vanuatu
{n}
βάπτισμα
{το}
πυρός
Feuertaufe
{f}
βαράω
schlagen
ορν.
T
βαρβάρα
{η}
[Tadorna tadorna]
Brandgans
{f}
βαρέλι
{το}
Tonne
{f}
βαρετός
langweilig
βαρήκοος
schwerhörig
βαριεστημένος
gelangweilt
χημ.
βάριο
{το}
Barium
{n}
ναυτ.
βάρκα
{η}
Boot
{n}
εργαλ.
μετεωρ.
βαρόμετρο
{το}
Barometer
{n}
βαρόμετρο
{το}
χρηματιστηριακής αγοράς
Börsenbarometer
{n}
βάρος
{το}
Gewicht
{n}
<Gew.>
γεωγρ.
Βαρσοβία
{η}
Warschau
{n}
στρατ.
βαρύ πυροβολικό
{το}
schwere Artillerie
{f}
φυσ.
βαρύ υγρό
{το}
Schwerflüssigkeit
{f}
βαρύς
schwer
[auch fig.]
φυσ.
βαρύτητα
{η}
Gravitation
{f}
αστρον.
φυσ.
βαρύτητα
{η}
Schwerkraft
{f}
γεωλ.
βασάλτης
{ο}
Basalt
{m}
βάση
{η}
Basis
{f}
βάση
{η}
Grundlage
{f}
πλρφκ.
βάση
{η}
δεδομένων
Datenbank
{f}
βασικά
grundsätzlich
εκπαιδ.
βασική εκπαίδευση
{η}
Grundausbildung
{f}
χημ.
βασικός
basisch
βασικός
grundlegend
βασικός κανόνας
{ο}
Grundregel
{f}
εκπαιδ.
βασικός κύκλος
{ο}
μαθημάτων
Grundkurs
{m}
βασίλειο
{το}
Königreich
{n}
βασιλιάς
{ο}
König
{m}
βασιλικός
königlich
βοτ.
T
βασιλικός
{ο}
Basilikum
{n}
βασίλισσα
{η}
Königin
{f}
βαστώ
aushalten
βαστώ
ertragen
βαστώ
halten
γεωγρ.
Βατικανό
{το}
Vatikanstadt
{f}
βοτ.
T
βατόμουρο
{το}
Brombeere
{f}
βατός
befahrbar
ζωολ.
T
βάτραχος
{ο}
Frosch
{m}
Βαυαρία
{η}
Bayern
{n}
γεωγρ.
Βαυαρία
{η}
Freistaat Bayern
{m}
γαστρ.
βαφλιέρα
{η}
Waffeleisen
{n}
βαφτίζω
taufen
θρησκ.
βάφτιση
{η}
Taufe
{f}
βγάζω
entfernen
[Fleck, Schmutz]
παροιμ.
βγάζω το φίδι από την τρύπα
[μεταφ.]
die Kuh vom Eis holen
[fig.]
βγαίνω
ausgehen
βγαίνω έξω
ausgehen
βγαίνω ζημιωμένος/χαμένος
zu kurz kommen
ζωολ.
T
βδέλλα
{η}
Blutegel
{m}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 4 für den Buchstaben
Β
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025