Seite 1 von 5 für den Buchstaben Γ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
γαβγίζω
bellen
γάβγισμα {το}
Bellen {n}
γαδολίνιο {το} <Gd>
Gadolinium {n} <Gd>χημ.
Γαία {η}
Gaia {f}μυθολ.
γάιδαρος {ο}
Esel {m}ζωολ.T
γαϊδουράγκαθο {το}
Distel {f}βοτ.T
γαϊδούρι {το}
Esel {m}ζωολ.T
γάλα {το}
Milch {f}γαστρ.
γαλάζια φάλαινα {η} [Balaenoptera musculus]
Blauwal {m}ζωολ.T
γαλάζιος
hellblau
γαλαζοκότσυφας {ο} [Monticola solitarius]
Blaumerle {f}ορν.T
γαλακτάνη {η}
Galaktan {n}
γαλακτερά {τα}
Milchprodukte {pl}
γαλακτίας {ο}
Milchzahn {m}
γαλακτική ομάδα {η}
Laktat {n}χημ.
γαλακτικό οξύ {το}
Milchsäure {f}
γαλακτικός
Milch-
γαλακτόζη {η}
Galaktose {f}
γαλακτοκομείο {το}
Molkerei {f}
γαλακτοκομικό προϊόν {το}
Milchprodukt {n}
γαλακτόρροια {η}
Galaktorrhö {f}ιατρ.
Galaktorrhoe {f}ιατρ.
Milchfluss {m}ιατρ.
γαλακτοφόρος
Milch-
γαλακτώδης
milchig
γαλάκτωμα {το}
Emulsion {f}
γαλανός
hellblau
γαλαξιακός πόλος {ο}
galaktischer Pol {m}
γαλαξίας {ο}
Galaxie {f}αστρον.
γαλβανίζω
galvanisierenτεχνολογ
γαλβανική απομόνωση {η}
galvanische Trennung {f}
Γαλλία {η}
Frankreich {n}γεωγρ.
γαλλικά {τα}
Französisch {n}γλωσσ.
γαλλικός
französisch <frz., franz.>
γάλλιο {το}
Gallium {n}χημ.
γαλοπούλα {η}
Pute {f}γαστρ.ορν.
γάλος {ο} [διάνος]
Truthahn {m}ορν.
γαλότσα {η}
Gummistiefel {m}
γαμετογένεση {η}
Gametogenese {f}βιολ.
γαμήλια τελετή {η}
Hochzeitszeremonie {f}
γαμήλιο δώρο {το}
Hochzeitsgeschenk {n}
γαμήλιο εμβατήριο {το}
Hochzeitsmarsch {n}
γαμήλιο ταξίδι {το}
Hochzeitsreise {n}
γάμος {ο}
Ehe {f}
Hochzeit {f}
γάμπα {η}
Wade {f}ανατ.
γάμπες {οι}
Waden {pl}
γαμπρός {ο}
Bräutigam {m}
Schwiegersohn {m}
γάντζος {ο}
Haken {m}
γάντι {το}
Handschuh {m}
γάντια {τα}
Handschuhe {pl}
γάντια {τα} χωρίς δάχτυλα
Fäustlinge {pl}
γαρίδα {η}
Garnele {f}
γαρνιτούρα {η}
Beilage {f}γαστρ.
γαρύφαλλο {το}
Gewürznelke {f}βοτ.T
Nelke {f}
γαστρικό υγρό {το}
Magensaft {m}ανατ.
γαστρικός
Bauch-ανατ.ιατρ.
γαστριμαργία {η}
Gefräßigkeit {f}
γαστρίτιδα {η}
Gastritis {f}ιατρ.
γαστρονομία {η}
Gastronomie {f}γαστρ.
γαστροσκόπηση {η}
Gastroskopie {f}ιατρ.
Magenspiegelung {f}ιατρ.
γάτα {η}
Katze {f}ζωολ.T
γατάκι {το}
Kätzchen {n}
γάτες {οι}
Katzen {pl}
γατί {το}
Kätzchen {n}
γατόπαρδος {ο} [Acinonyx jubatus]
Gepard {m}ζωολ.T
γάτος {ο}
Kater {m}
γδάρτης {ο} καλωδίων
Abisolierzange {f}ηλεκτρ.
γδύνομαι
sich ausziehen
γδύνω
entkleiden
γεγονός {το}
Ereignis {n}
Fakt {m} [auch {n}]
Γεια σου!
Hallo!
Γεια στα χέρια σου!
Gut gemacht!
Γεια!
Auf Wiedersehen!
Hallo!
γείτονας {ο}
Nachbar {m}
γειτονιά {η}
Nachbarschaft {f}
γελαδάρης {ο} [Bubulcus ibis]
Kuhreiher {m}ορν.T
γέλιο {το}
Lachen {n}
γελοίος
albern
lächerlich
γελώ
lachen [auch fig.]
γεμίζω
anfüllen [füllen]
füllen
stopfen
γεμιστός
gefüllt
γενεαλογικό δέντρο {το}
Stammbaum {m}
γενέθλια {τα}
Geburtstag {m}
γενειάδα {η}
Vollbart {m}
γένεση {η}
Entstehung {f} [Ursprung]
γενετική {η}
Genetik {f}
γενετική {η} συμπεριφοράς
Verhaltensgenetik {f}
γενετική {η} του ανθρώπου
Humangenetik {f}
γενετική μηχανική {η}
Gentechnik {f}βιολ.συντμ.
γένι {το}
Bart {m}
γενιά {η} [άτομα ίδιας ηλικίας]
Generation {f}
γαβγίζωbellen
γάβγισμα {το}Bellen {n}
χημ.
γαδολίνιο {το} <Gd>
Gadolinium {n} <Gd>
μυθολ.
Γαία {η}
Gaia {f}
ζωολ.T
γάιδαρος {ο}
Esel {m}
βοτ.T
γαϊδουράγκαθο {το}
Distel {f}
ζωολ.T
γαϊδούρι {το}
Esel {m}
γαστρ.
γάλα {το}
Milch {f}
ζωολ.T
γαλάζια φάλαινα {η} [Balaenoptera musculus]
Blauwal {m}
γαλάζιοςhellblau
ορν.T
γαλαζοκότσυφας {ο} [Monticola solitarius]
Blaumerle {f}
γαλακτάνη {η}Galaktan {n}
γαλακτερά {τα}Milchprodukte {pl}
γαλακτίας {ο}Milchzahn {m}
χημ.
γαλακτική ομάδα {η}
Laktat {n}
γαλακτικό οξύ {το}Milchsäure {f}
γαλακτικόςMilch-
γαλακτόζη {η}Galaktose {f}
γαλακτοκομείο {το}Molkerei {f}
γαλακτοκομικό προϊόν {το}Milchprodukt {n}
ιατρ.
γαλακτόρροια {η}
Galaktorrhö {f}
ιατρ.
γαλακτόρροια {η}
Galaktorrhoe {f}
ιατρ.
γαλακτόρροια {η}
Milchfluss {m}
γαλακτοφόροςMilch-
γαλακτώδηςmilchig
γαλάκτωμα {το}Emulsion {f}
γαλανόςhellblau
γαλαξιακός πόλος {ο}galaktischer Pol {m}
αστρον.
γαλαξίας {ο}
Galaxie {f}
τεχνολογ
γαλβανίζω
galvanisieren
γαλβανική απομόνωση {η}galvanische Trennung {f}
γεωγρ.
Γαλλία {η}
Frankreich {n}
γλωσσ.
γαλλικά {τα}
Französisch {n}
γαλλικόςfranzösisch <frz., franz.>
χημ.
γάλλιο {το}
Gallium {n}
γαστρ.ορν.
γαλοπούλα {η}
Pute {f}
ορν.
γάλος {ο} [διάνος]
Truthahn {m}
γαλότσα {η}Gummistiefel {m}
βιολ.
γαμετογένεση {η}
Gametogenese {f}
γαμήλια τελετή {η}Hochzeitszeremonie {f}
γαμήλιο δώρο {το}Hochzeitsgeschenk {n}
γαμήλιο εμβατήριο {το}Hochzeitsmarsch {n}
γαμήλιο ταξίδι {το}Hochzeitsreise {n}
γάμος {ο}Ehe {f}
γάμος {ο}Hochzeit {f}
ανατ.
γάμπα {η}
Wade {f}
γάμπες {οι}Waden {pl}
γαμπρός {ο}Bräutigam {m}
γαμπρός {ο}Schwiegersohn {m}
γάντζος {ο}Haken {m}
γάντι {το}Handschuh {m}
γάντια {τα}Handschuhe {pl}
γάντια {τα} χωρίς δάχτυλαFäustlinge {pl}
γαρίδα {η}Garnele {f}
γαστρ.
γαρνιτούρα {η}
Beilage {f}
βοτ.T
γαρύφαλλο {το}
Gewürznelke {f}
γαρύφαλλο {το}Nelke {f}
ανατ.
γαστρικό υγρό {το}
Magensaft {m}
ανατ.ιατρ.
γαστρικός
Bauch-
γαστριμαργία {η}Gefräßigkeit {f}
ιατρ.
γαστρίτιδα {η}
Gastritis {f}
γαστρ.
γαστρονομία {η}
Gastronomie {f}
ιατρ.
γαστροσκόπηση {η}
Gastroskopie {f}
ιατρ.
γαστροσκόπηση {η}
Magenspiegelung {f}
ζωολ.T
γάτα {η}
Katze {f}
γατάκι {το}Kätzchen {n}
γάτες {οι}Katzen {pl}
γατί {το}Kätzchen {n}
ζωολ.T
γατόπαρδος {ο} [Acinonyx jubatus]
Gepard {m}
γάτος {ο}Kater {m}
ηλεκτρ.
γδάρτης {ο} καλωδίων
Abisolierzange {f}
γδύνομαιsich ausziehen
γδύνωentkleiden
γεγονός {το}Ereignis {n}
γεγονός {το}Fakt {m} [auch {n}]
Γεια σου!Hallo!
Γεια στα χέρια σου!Gut gemacht!
Γεια!Auf Wiedersehen!
Γεια!Hallo!
γείτονας {ο}Nachbar {m}
γειτονιά {η}Nachbarschaft {f}
ορν.T
γελαδάρης {ο} [Bubulcus ibis]
Kuhreiher {m}
γέλιο {το}Lachen {n}
γελοίοςalbern
γελοίοςlächerlich
γελώlachen [auch fig.]
γεμίζωanfüllen [füllen]
γεμίζωfüllen
γεμίζωstopfen
γεμιστόςgefüllt
γενεαλογικό δέντρο {το}Stammbaum {m}
γενέθλια {τα}Geburtstag {m}
γενειάδα {η}Vollbart {m}
γένεση {η}Entstehung {f} [Ursprung]
γενετική {η}Genetik {f}
γενετική {η} συμπεριφοράςVerhaltensgenetik {f}
γενετική {η} του ανθρώπουHumangenetik {f}
βιολ.συντμ.
γενετική μηχανική {η}
Gentechnik {f}
γένι {το}Bart {m}
γενιά {η} [άτομα ίδιας ηλικίας]Generation {f}
Seite 1 von 5 für den Buchstaben Γ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025