dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 1 für den Buchstaben
Ζ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/1 für
Ζ
Ζάαρλαντ
{το}
Saarland
{n}
γεωγρ.
ζαβλάκωμα
{το}
Benommenheit
{f}
ζαβλακωμάρα
{η}
Benommenheit
{f}
ζαβλακωμένος
benommen
Ζάγκρεμπ
{το}
Zagreb
{n}
γεωγρ.
Ζάκυνθος
{η}
Zakynthos
{n}
γεωγρ.
Ζάμπια
{η}
Sambia
{n}
γεωγρ.
ζαμπόν
{το}
Schinken
{m}
γαστρ.
ζάρια
{τα}
Würfel
{pl}
[z. B. Spielwürfel]
Ζαφορά
{η}
Zafora
{n}
γεωγρ.
ζαφορά
{η}
[σαφράν]
Safran
{m}
βοτ.
γαστρ.
T
ζάχαρη
{η}
Zucker
{m}
ζαχαροπλαστείο
{το}
Konditorei
{f}
εμπόρ.
ζαχαροπλάστης
{ο}
Konditor
{m}
ζαχαροπλάστισσα
{η}
Konditorin
{f}
ζέβρα
{η}
Zebra
{n}
ζωολ.
T
ζελέ
{το}
Gelee
{n}
{m}
ζέστη
{η}
Hitze
{f}
ζεστή σοκολάτα
{η}
heiße Schokolade
{f}
ζεστός
warm
ζευγαράκι
{το}
Pärchen
{n}
ζευγάρι
{το}
Ehepaar
{n}
Paar
{n}
ζεύγος
{το}
ηλεκτρονίων
Elektronenpaar
{n}
φυσ.
Ζευς
{ο}
Zeus
{m}
θρησκ.
μυθολ.
ζηλεύω
eifersüchtig sein
[auf]
ζήλια
{η}
Neid
{m}
ζηλιάρης
neidisch
[auf]
ζηλότυπος
neidisch
[auf]
ζημία
{η}
Schaden
{m}
ζημιά
{η}
Schaden
{m}
ζημιώνω
beschädigen
ζητάει φασαρία
er sucht Streit
ζήτημα
{το}
[ερώτημα, πρόβλημα, υπόθεση]
Frage
{f}
Sache
{f}
ζήτημα
{το}
τύχης
Glücksache
{f}
ζήτηση
{η}
Nachfrage
{f}
οικον.
ζητώ
anfordern
bitten
bitten um
fordern
suchen
ζητώ συγγνώμη
sich entschuldigen
um Verzeihung bitten
ζητώ συγνώμη
sich entschuldigen
ζητωκραυγάζω
jubeln
ζητωκραυγάζω
[κάποιον]
umjubeln
ζητωκραυγή
{η}
Hochruf
{m}
ζιζάνια
{τα}
Unkraut
{n}
Ζιμπάμπουε
{η}
Simbabwe
{n}
γεωγρ.
ζιρκόνιο
{το}
Zirkonium
{n}
χημ.
ζούγκλα
{η}
Dschungel
{m}
ζουλώ
knuddeln
ζουμερός
saftig
ζυγαριά
{η}
Waage
{f}
ζυγίζω
wiegen
Ζυγός
{ο}
[αστερισμός]
Waage
{f}
[Sternbild]
αστρον.
ζυγωματικός μυς
{ο}
Jochbeinmuskel
{m}
ανατ.
ζυθοποιός
{ο}
Brauer
{m}
ζυθοποιώ
[φτιάχνω μπύρα]
brauen
[Bier]
ζυμάρι
{το}
Teig
{m}
γαστρ.
ζυμαρικά
{τα}
Nudeln
{pl}
ζυμαρικό
{το}
Nudel
{f}
γαστρ.
ζω
leben
ζω
[βιώνω]
erleben
ζω φτωχικά
in Armut leben
ζωγραφιά
{η}
Bild
{n}
Τέχνη
ζωγραφίζω
malen
ζωγράφος
{ο}
Maler
{m}
εργασία
ζωή
{η}
Leben
{n}
ζωηρός
lebhaft
munter
[lebhaft]
ζωικό βασίλειο
{το}
Tierreich
{n}
βιολ.
ζωολ.
ζωμός
{ο}
Brühe
{f}
ζωνάρι
{το}
Gürtel
{m}
ζώνη
{η}
Gürtel
{m}
ζώνη
{η}
[περιοχή]
Zone
{f}
ζώνη
{η}
[που φοριέται]
Gürtel
{m}
ζώνη
{η}
ασφαλείας
Sicherheitsgurt
{m}
ζωντανός
lebendig
ζώο
{το}
Tier
{n}
ζωολογία
{η}
Zoologie
{f}
βιολ.
επιστήμη
ζωολ.
ζωολογικός
zoologisch
ζωολ.
ζωολογικός κήπος
{ο}
Tierpark
{m}
Zoo
{m}
ζωολόγος
{ο}
Zoologe
{m}
εργασία
ζωολ.
ζωοτοκία
{η}
Viviparie
{f}
ζωολ.
ζωτικός
lebensnotwendig
lebenswichtig
«
⇄
»
Seite 1/1 für
Ζ
γεωγρ.
Ζάαρλαντ
{το}
Saarland
{n}
ζαβλάκωμα
{το}
Benommenheit
{f}
ζαβλακωμάρα
{η}
Benommenheit
{f}
ζαβλακωμένος
benommen
γεωγρ.
Ζάγκρεμπ
{το}
Zagreb
{n}
γεωγρ.
Ζάκυνθος
{η}
Zakynthos
{n}
γεωγρ.
Ζάμπια
{η}
Sambia
{n}
γαστρ.
ζαμπόν
{το}
Schinken
{m}
ζάρια
{τα}
Würfel
{pl}
[z. B. Spielwürfel]
γεωγρ.
Ζαφορά
{η}
Zafora
{n}
βοτ.
γαστρ.
T
ζαφορά
{η}
[σαφράν]
Safran
{m}
ζάχαρη
{η}
Zucker
{m}
εμπόρ.
ζαχαροπλαστείο
{το}
Konditorei
{f}
ζαχαροπλάστης
{ο}
Konditor
{m}
ζαχαροπλάστισσα
{η}
Konditorin
{f}
ζωολ.
T
ζέβρα
{η}
Zebra
{n}
ζελέ
{το}
Gelee
{n}
{m}
ζέστη
{η}
Hitze
{f}
ζεστή σοκολάτα
{η}
heiße Schokolade
{f}
ζεστός
warm
ζευγαράκι
{το}
Pärchen
{n}
ζευγάρι
{το}
Ehepaar
{n}
ζευγάρι
{το}
Paar
{n}
φυσ.
ζεύγος
{το}
ηλεκτρονίων
Elektronenpaar
{n}
θρησκ.
μυθολ.
Ζευς
{ο}
Zeus
{m}
ζηλεύω
eifersüchtig sein
[auf]
ζήλια
{η}
Neid
{m}
ζηλιάρης
neidisch
[auf]
ζηλότυπος
neidisch
[auf]
ζημία
{η}
Schaden
{m}
ζημιά
{η}
Schaden
{m}
ζημιώνω
beschädigen
ζητάει φασαρία
er sucht Streit
ζήτημα
{το}
[ερώτημα, πρόβλημα, υπόθεση]
Frage
{f}
ζήτημα
{το}
[ερώτημα, πρόβλημα, υπόθεση]
Sache
{f}
ζήτημα
{το}
τύχης
Glücksache
{f}
οικον.
ζήτηση
{η}
Nachfrage
{f}
ζητώ
anfordern
ζητώ
bitten
ζητώ
bitten um
ζητώ
fordern
ζητώ
suchen
ζητώ συγγνώμη
sich entschuldigen
ζητώ συγγνώμη
um Verzeihung bitten
ζητώ συγνώμη
sich entschuldigen
ζητωκραυγάζω
jubeln
ζητωκραυγάζω
[κάποιον]
umjubeln
ζητωκραυγή
{η}
Hochruf
{m}
ζιζάνια
{τα}
Unkraut
{n}
γεωγρ.
Ζιμπάμπουε
{η}
Simbabwe
{n}
χημ.
ζιρκόνιο
{το}
Zirkonium
{n}
ζούγκλα
{η}
Dschungel
{m}
ζουλώ
knuddeln
ζουμερός
saftig
ζυγαριά
{η}
Waage
{f}
ζυγίζω
wiegen
αστρον.
Ζυγός
{ο}
[αστερισμός]
Waage
{f}
[Sternbild]
ανατ.
ζυγωματικός μυς
{ο}
Jochbeinmuskel
{m}
ζυθοποιός
{ο}
Brauer
{m}
ζυθοποιώ
[φτιάχνω μπύρα]
brauen
[Bier]
γαστρ.
ζυμάρι
{το}
Teig
{m}
ζυμαρικά
{τα}
Nudeln
{pl}
γαστρ.
ζυμαρικό
{το}
Nudel
{f}
ζω
leben
ζω
[βιώνω]
erleben
ζω φτωχικά
in Armut leben
Τέχνη
ζωγραφιά
{η}
Bild
{n}
ζωγραφίζω
malen
εργασία
ζωγράφος
{ο}
Maler
{m}
ζωή
{η}
Leben
{n}
ζωηρός
lebhaft
ζωηρός
munter
[lebhaft]
βιολ.
ζωολ.
ζωικό βασίλειο
{το}
Tierreich
{n}
ζωμός
{ο}
Brühe
{f}
ζωνάρι
{το}
Gürtel
{m}
ζώνη
{η}
Gürtel
{m}
ζώνη
{η}
[περιοχή]
Zone
{f}
ζώνη
{η}
[που φοριέται]
Gürtel
{m}
ζώνη
{η}
ασφαλείας
Sicherheitsgurt
{m}
ζωντανός
lebendig
ζώο
{το}
Tier
{n}
βιολ.
επιστήμη
ζωολ.
ζωολογία
{η}
Zoologie
{f}
ζωολ.
ζωολογικός
zoologisch
ζωολογικός κήπος
{ο}
Tierpark
{m}
ζωολογικός κήπος
{ο}
Zoo
{m}
εργασία
ζωολ.
ζωολόγος
{ο}
Zoologe
{m}
ζωολ.
ζωοτοκία
{η}
Viviparie
{f}
ζωτικός
lebensnotwendig
ζωτικός
lebenswichtig
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 1 für den Buchstaben
Ζ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025