Seite 1 von 2 für den Buchstaben Η im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
η
die
ή
oder <od.>
Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
die Eroberung Konstantinopelsιστ.
Η Έβδομη Σφραγίδα [Ίνγκμαρ Μπέργκμαν]
Das siebente Siegel [Ingmar Bergman]
η εγγύηση λήγει
die Garantie läuft ab
η ίδια
dieselbe
Η Μεταμόρφωση [Φραντς Κάφκα]
Die Verwandlung [Franz Kafka]λογοτ.
η ταινία είναι ακατάλληλη για ανηλίκους
der Film ist nicht jugendfrei
ήβη {η}
Pubertät {f}
ηβική περιοχή {η}
Schamgegend {f}
ηβική χώρα {η}
Schamgegend {f}
ηβικό οστό {το}
Schambein {n}ανατ.
ηβικό τρίχωμα {το}
Schamhaar {n}ανατ.
ηβικός
Scham-
ηγέτης {ο} [αρχηγός]
Anführer {m}
ηγούμαι
führen
ηγουμένη {η}
Äbtissin {f}
ήδη
bereits
schon
ηδονή {η} [βαθιά ευχαρίστηση]
Genuss {m}
ηδονή {η} [σαρκική απόλαυση]
Lust {f}
ηθικολόγος {ο}
Moralapostel {m}
ηθικός
moralisch
ηθμοειδές οστό {το}
Siebbein {n}ανατ.
ηθολογία {η} [επιστήμη]
Ethologie {f}βιολ.
ηθολογία {η} [τα περί χαρακτήρα]
Charakterkunde {f}
ηθοποιός {η}
Schauspielerin {f}
ηθοποιός {ο}
Schauspieler {m}θέατρο
ηλεκτρική καρέκλα {η}
elektrischer Stuhl {m}
ηλεκτρική πόλωση {η}
elektrische Polarisation {f}χημ.
ηλεκτρικό τρυπάνι {το}
Bohrmaschine {f}εργαλ.
ηλεκτροακουστικός
elektroakustisch
ηλεκτρολογία {η}
Elektrotechnik {f}ηλεκτρ.
ηλεκτρολόγος {ο}
Elektriker {m}ηλεκτρ.
ηλεκτρολόγος μηχανικός {ο}
Elektroingenieur {m}ηλεκτρ.
ηλεκτρονική {η}
Elektronik {f}εκπαιδ.ηλεκτρ.
ηλεκτρονικός
elektronisch
ηλεκτρόνιο {το}
Elektron {n}φυσ.
ηλεκτροτεχνίτης {ο}
Elektrotechniker {m}ηλεκτρ.
ηλεκτροχημεία {η}
Elektrochemie {f}ηλεκτρ.χημ.
ηλιακό έγκαυμα {το}
Sonnenbrand {m}
ηλιακό ρολόι {το}
Sonnenuhr {f}
ηλιακό σύστημα {το}
Sonnensystem {n}αστρον.
ηλίαση
Sonnenstich {m}
ηλίθιος
blöd [ugs.]
ηλικία {η}
Alter {n}
ήλιο {το} <He>
Helium {n} <He>χημ.
ηλιοβασίλεμα {το}
Sonnenuntergang {m}
ηλιόλουστος
sonnig
ηλιόμετρο {το}
Heliometer {n}
ήλιος {ο}
Sonne {f}
Ήλιος του Μεσονυχτίου {ο}
Mitternachtssonne {f}
ηλιοστάσιον {το}
Sonnenwende {f}
ήμασταν
wir waren
ημέρα {η} [παρωχ.]
Tag {m}
ημερόβιος
tagaktivζωολ.
ημερομηνία {η}
Datum {n}
ημερομηνία {η} λήξης
Verfallsdatum {n}
ήμερος [άνθρωπος]
sanft
ήμερος [ζώο]
zahmζωολ.
ημιαγωγός {ο}
Halbleiter {m}πλρφκ.
ημιδιατροφή {η}
Halbpension {f}τουρ.
ημισφαίριο
 {το}
 {το} [της γης]
ημισφαίριο {το}
Hemisphäre {f}γεωγρ.
ημίτονο {το}
Sinus {m}μαθ.
ημίφωνο {το}
Halbvokal {m}γλωσσ.
Ηνίοχος {ο} [αστερισμός]
Fuhrmann {m} [Sternbild]αστρον.
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα {τα}
Vereinigte Arabische Emirate {pl}γεωγρ.
Ηνωμένα Έθνη {τα}
Vereinte Nationen {pl} <VN>
Ηνωμένες Πολιτείες {οι} της Αμερικής
Vereinigte Staaten {pl} von Amerikaγεωγρ.
Ηνωμένο Βασίλειο {το}
Vereinigtes Königreich {n}γεωγρ.
ηπατικός κολικός {ο}
Gallenkolik {f}ιατρ.
ηπατολογικός
hepatologischιατρ.
ηπατολόγος {ο}
Hepatologe {m}ιατρ.
ήπειρος {η}
Kontinent {m}γεωγρ.
ηπειρωτική πλαγιά {η}
Kontinentalhang {m}γεωλ.
ηπειρωτικό κλίμα {το}
Kontinentalklima {n}
ηπειρωτικό περιθώριο {το}
Kontinentalrand {m}γεωγρ.
ηπειρωτικός
kontinentalγεωγρ.
ήπιος
sanft [Benehmen]
Ήρα {η}
Hera {f}θρησκ.μυθολ.
ήρα {η}
Lolch {m}βοτ.T
Ηρακλής {ο}
Herkules {m}αστρον.
ήρεμος
gelassen
ruhig [gelassen]
ηρεμώ
sich beruhigen
Ηριδανός {ο} [αστερισμός]
Fluss Eridanus {m} [Sternbild]αστρον.
ήρωας {ο}
Held {m}
Ησίοδος {ο}
Hesiod {m}λογοτ.μυθολ.
ησυχάζω
beruhigen
ήσυχος
leise
ruhig
ruhig [still, geruhsam]
still
ήττα {η}
Niederlage {f}
ηφαίστειο {το}
Vulkan {m}γεωλ.
ηφαιστειότητα {η}
Vulkanismus {m}γεωλ.
Ήφαιστος {ο}
Hephaistos {m}μυθολ.
ηχείο {το}
Lautsprecherbox {f}πλρφκ.
ηdie
ήoder <od.>
ιστ.
Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
die Eroberung Konstantinopels
Η Έβδομη Σφραγίδα [Ίνγκμαρ Μπέργκμαν]Das siebente Siegel [Ingmar Bergman]
η εγγύηση λήγειdie Garantie läuft ab
η ίδιαdieselbe
λογοτ.
Η Μεταμόρφωση [Φραντς Κάφκα]
Die Verwandlung [Franz Kafka]
η ταινία είναι ακατάλληλη για ανηλίκουςder Film ist nicht jugendfrei
ήβη {η}Pubertät {f}
ηβική περιοχή {η}Schamgegend {f}
ηβική χώρα {η}Schamgegend {f}
ανατ.
ηβικό οστό {το}
Schambein {n}
ανατ.
ηβικό τρίχωμα {το}
Schamhaar {n}
ηβικόςScham-
ηγέτης {ο} [αρχηγός]Anführer {m}
ηγούμαιführen
ηγουμένη {η}Äbtissin {f}
ήδηbereits
ήδηschon
ηδονή {η} [βαθιά ευχαρίστηση]Genuss {m}
ηδονή {η} [σαρκική απόλαυση]Lust {f}
ηθικολόγος {ο}Moralapostel {m}
ηθικόςmoralisch
ανατ.
ηθμοειδές οστό {το}
Siebbein {n}
βιολ.
ηθολογία {η} [επιστήμη]
Ethologie {f}
ηθολογία {η} [τα περί χαρακτήρα]Charakterkunde {f}
ηθοποιός {η}Schauspielerin {f}
θέατρο
ηθοποιός {ο}
Schauspieler {m}
ηλεκτρική καρέκλα {η}elektrischer Stuhl {m}
χημ.
ηλεκτρική πόλωση {η}
elektrische Polarisation {f}
εργαλ.
ηλεκτρικό τρυπάνι {το}
Bohrmaschine {f}
ηλεκτροακουστικόςelektroakustisch
ηλεκτρ.
ηλεκτρολογία {η}
Elektrotechnik {f}
ηλεκτρ.
ηλεκτρολόγος {ο}
Elektriker {m}
ηλεκτρ.
ηλεκτρολόγος μηχανικός {ο}
Elektroingenieur {m}
εκπαιδ.ηλεκτρ.
ηλεκτρονική {η}
Elektronik {f}
ηλεκτρονικόςelektronisch
φυσ.
ηλεκτρόνιο {το}
Elektron {n}
ηλεκτρ.
ηλεκτροτεχνίτης {ο}
Elektrotechniker {m}
ηλεκτρ.χημ.
ηλεκτροχημεία {η}
Elektrochemie {f}
ηλιακό έγκαυμα {το}Sonnenbrand {m}
ηλιακό ρολόι {το}Sonnenuhr {f}
αστρον.
ηλιακό σύστημα {το}
Sonnensystem {n}
ηλίασηSonnenstich {m}
ηλίθιοςblöd [ugs.]
ηλικία {η}Alter {n}
χημ.
ήλιο {το} <He>
Helium {n} <He>
ηλιοβασίλεμα {το}Sonnenuntergang {m}
ηλιόλουστοςsonnig
ηλιόμετρο {το}Heliometer {n}
ήλιος {ο}Sonne {f}
Ήλιος του Μεσονυχτίου {ο}Mitternachtssonne {f}
ηλιοστάσιον {το}Sonnenwende {f}
ήμαστανwir waren
ημέρα {η} [παρωχ.]Tag {m}
ζωολ.
ημερόβιος
tagaktiv
ημερομηνία {η}Datum {n}
ημερομηνία {η} λήξηςVerfallsdatum {n}
ήμερος [άνθρωπος]sanft
ζωολ.
ήμερος [ζώο]
zahm
πλρφκ.
ημιαγωγός {ο}
Halbleiter {m}
τουρ.
ημιδιατροφή {η}
Halbpension {f}
ημισφαίριο
 {το}
ημισφαίριο
 {το} [της γης]
γεωγρ.
ημισφαίριο {το}
Hemisphäre {f}
μαθ.
ημίτονο {το}
Sinus {m}
γλωσσ.
ημίφωνο {το}
Halbvokal {m}
αστρον.
Ηνίοχος {ο} [αστερισμός]
Fuhrmann {m} [Sternbild]
γεωγρ.
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα {τα}
Vereinigte Arabische Emirate {pl}
Ηνωμένα Έθνη {τα}Vereinte Nationen {pl} <VN>
γεωγρ.
Ηνωμένες Πολιτείες {οι} της Αμερικής
Vereinigte Staaten {pl} von Amerika
γεωγρ.
Ηνωμένο Βασίλειο {το}
Vereinigtes Königreich {n}
ιατρ.
ηπατικός κολικός {ο}
Gallenkolik {f}
ιατρ.
ηπατολογικός
hepatologisch
ιατρ.
ηπατολόγος {ο}
Hepatologe {m}
γεωγρ.
ήπειρος {η}
Kontinent {m}
γεωλ.
ηπειρωτική πλαγιά {η}
Kontinentalhang {m}
ηπειρωτικό κλίμα {το}Kontinentalklima {n}
γεωγρ.
ηπειρωτικό περιθώριο {το}
Kontinentalrand {m}
γεωγρ.
ηπειρωτικός
kontinental
ήπιοςsanft [Benehmen]
θρησκ.μυθολ.
Ήρα {η}
Hera {f}
βοτ.T
ήρα {η}
Lolch {m}
αστρον.
Ηρακλής {ο}
Herkules {m}
ήρεμοςgelassen
ήρεμοςruhig [gelassen]
ηρεμώsich beruhigen
αστρον.
Ηριδανός {ο} [αστερισμός]
Fluss Eridanus {m} [Sternbild]
ήρωας {ο}Held {m}
λογοτ.μυθολ.
Ησίοδος {ο}
Hesiod {m}
ησυχάζωberuhigen
ήσυχοςleise
ήσυχοςruhig
ήσυχοςruhig [still, geruhsam]
ήσυχοςstill
ήττα {η}Niederlage {f}
γεωλ.
ηφαίστειο {το}
Vulkan {m}
γεωλ.
ηφαιστειότητα {η}
Vulkanismus {m}
μυθολ.
Ήφαιστος {ο}
Hephaistos {m}
πλρφκ.
ηχείο {το}
Lautsprecherbox {f}
Seite 1 von 2 für den Buchstaben Η im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025