Seite 1 von 2 für den Buchstaben Θ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Θα ήθελες να...;
Möchtest du ... ?
Θα φτάσει από στιγμή σε στιγμή.
Er wird jeden Augenblick hier eintreffen.
θάλαμος {ο} πιλότου
Cockpit {n}
θάλασσα {η}
Meer {n}
θαλάσσια αέρια μάζα {η}
maritime Luftmasse {f}
θαλάσσια αλιεία {η}
Hochseefischerei {f}
θαλάσσια αύρα {η}
Meeresbrise {f}
θαλάσσια κυριαρχία {η}
Seeherrschaft {f}
θαλάσσια μεταφορά {η}
Beförderung auf dem Seeweg {f}
θαλάσσια μετεωρολογία {η}
maritime Meteorologie {f}μετεωρ.ναυτ.
θαλάσσια ναυσιπλοΐα {η}
Seeschifffahrt {f}
θαλάσσια χελώνα {η}
Meeresschildkröte {f}ζωολ.T
θαλασσινά {τα}
Meeresfrüchte {pl}γαστρ.
θαλασσινό ταξίδι {το}
Seefahrt {f} [Reise]
θαλάσσιο ιγκουάνα {το} [Amblyrhynchus cristatus]
Meerechse {f}ζωολ.T
θαλάσσιο κλίμα {το}
maritimes Klima {n}
θαλάσσιος
maritim
θαλάσσιος βυθός {ο}
Meeresgrund {m}
θάλλιο {το} <Tl>
Thallium {n} <Tl>χημ.
θαμνόκεδρο {το}
Wacholder {m}βοτ.T
θάμνος {ο}
Busch {m} [Strauch]βοτ.
Strauch {m}βοτ.
θάνατος {ο}
Tod {m}
θάρρος {το}
Mut {m}
Tapferkeit {f}
Θάσος {η}
Thasos {n}γεωγρ.
θαυμάζω
bewundern
θαυμάσιος
herrlich
wunderbar
wundervoll
θαυμαστικό {το}
Ausrufezeichen {n}
θέα {η}
Ausblick {m} [in die Ferne]
θεά {η}
Göttin {f}θρησκ.μυθολ.
θέαμα {το}
Show {f}
θεαματικός
spektakulär
θεατής {ο}
Zuschauer {m}
θεατρικό έργο {το}
Theaterstück {n}θέατρο
θέατρο {το}
Theater {n} [Institution]θέατρο
Θεέ και Κύριε!
Donnerwetter! [ugs.]
θεία {η}
Tante {f}
θεία λειτουργία {η}
Gottesdienst {m}
θειικό οξύ {το}
Schwefelsäure {f}χημ.
θεϊκός
göttlich
θείο {το}
Schwefel {m}χημ.
θείος {ο}
Onkel {m}
θέλημα {το}
Wille {m}
θελκτικός
reizvoll [anziehend]
verführerisch
θέλω
wollen
θέλω [Wunsch]
mögen
Θέλω να πάω.
Ich will gehen.
θέμα {το}
Betreff {m}
Motiv {n} [Malerei]
Thema {n}
θεματική {η}
Thematik {f}
θεμέλιο {η}
Grundlage {f}
θεμέλιο {η} [οικοδομής]
Fundament {n}
θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας
Grundbegriffe der Philosophieφιλοσ.
θεμελιώδες δικαίωμα {το}
Grundrecht {n}νομ.
θεμελιώδης
fundamental
Grund-
grundlegend
θεμελιώδης αρχή {η}
Grundsatz {m}
θεμελίωση {η} [αιτιολόγηση]
Begründung {f}
Θεογονία {η}
Theogonie {f}ιστ.λογοτ.μυθολ.
θεοκρατία {η}
Theokratie {f}θρησκ.πολιτ.
Θεολογία {η}
Theologie {f}επιστήμηθρησκ.
θεόρατος
riesig
θεός {ο}
Gott {m}θρησκ.
θεότητα {η}
Gottheit {f}
θεραπεία {η}
Behandlung {f}ιατρ.
θεραπευτικό βότανο {το}
Heilkraut {n}βοτ.ιατρ.
θεραπευτικό φυτό {το}
Heilpflanze {f}
θερίζω
hinwegraffen [Krankheit, Seuche]
θερινός
Sommer-
θέρμανση {η}
Erwärmung {f}
θερμάστρα {η}
Heizung {f} [Heizgerät]
Ofen {m}
θερμίδα {η}
Kalorie {f} <cal>φυσ.
θερμοδυναμική {η}
Thermodynamik {f}φυσ.
θερμοηλεκτρικός σταθμός {ο}
Wärmekraftwerk {n}
θερμοκρασία {η}
Temperatur {f}
θερμόμετρο {το}
Thermometer {n}
θερμόμετρο {το} για κρέας
Fleischthermometer {n}
θερμός
herzlich
warm
θερμός {το}
Thermosflasche {f}
θερμοσίφωνας {ο}
Boiler {m}
θερμότητα {η}
Hitze {f}
θέση {η}
Lage {f}
Sitz {m}
Stelle {f}
θέση {η} επαγγελματικής εκπαίδευσης [θέση πρακτικής άσκησης]
Lehrstelle {f}
θέση {η} εργασίας
Arbeitsplatz {m}
θέσις {η} [καθ.]
Sitz {m}
θεσμός {ο}
Institution {f}
Θεσσαλονίκη {η}
Thessaloniki {n}γεωγρ.
θετή πατρίδα {η}
Wahlheimat {f}
θετική επιτάχυνση {η}
Positivbeschleunigung {f}φυσ.
θετικός πόλος {ο}
Pluspol {m}ηλεκτρ.
Θα ήθελες να...;Möchtest du ... ?
Θα φτάσει από στιγμή σε στιγμή.Er wird jeden Augenblick hier eintreffen.
θάλαμος {ο} πιλότουCockpit {n}
θάλασσα {η}Meer {n}
θαλάσσια αέρια μάζα {η}maritime Luftmasse {f}
θαλάσσια αλιεία {η}Hochseefischerei {f}
θαλάσσια αύρα {η}Meeresbrise {f}
θαλάσσια κυριαρχία {η}Seeherrschaft {f}
θαλάσσια μεταφορά {η}Beförderung auf dem Seeweg {f}
μετεωρ.ναυτ.
θαλάσσια μετεωρολογία {η}
maritime Meteorologie {f}
θαλάσσια ναυσιπλοΐα {η}Seeschifffahrt {f}
ζωολ.T
θαλάσσια χελώνα {η}
Meeresschildkröte {f}
γαστρ.
θαλασσινά {τα}
Meeresfrüchte {pl}
θαλασσινό ταξίδι {το}Seefahrt {f} [Reise]
ζωολ.T
θαλάσσιο ιγκουάνα {το} [Amblyrhynchus cristatus]
Meerechse {f}
θαλάσσιο κλίμα {το}maritimes Klima {n}
θαλάσσιοςmaritim
θαλάσσιος βυθός {ο}Meeresgrund {m}
χημ.
θάλλιο {το} <Tl>
Thallium {n} <Tl>
βοτ.T
θαμνόκεδρο {το}
Wacholder {m}
βοτ.
θάμνος {ο}
Busch {m} [Strauch]
βοτ.
θάμνος {ο}
Strauch {m}
θάνατος {ο}Tod {m}
θάρρος {το}Mut {m}
θάρρος {το}Tapferkeit {f}
γεωγρ.
Θάσος {η}
Thasos {n}
θαυμάζωbewundern
θαυμάσιοςherrlich
θαυμάσιοςwunderbar
θαυμάσιοςwundervoll
θαυμαστικό {το}Ausrufezeichen {n}
θέα {η}Ausblick {m} [in die Ferne]
θρησκ.μυθολ.
θεά {η}
Göttin {f}
θέαμα {το}Show {f}
θεαματικόςspektakulär
θεατής {ο}Zuschauer {m}
θέατρο
θεατρικό έργο {το}
Theaterstück {n}
θέατρο
θέατρο {το}
Theater {n} [Institution]
Θεέ και Κύριε!Donnerwetter! [ugs.]
θεία {η}Tante {f}
θεία λειτουργία {η}Gottesdienst {m}
χημ.
θειικό οξύ {το}
Schwefelsäure {f}
θεϊκόςgöttlich
χημ.
θείο {το}
Schwefel {m}
θείος {ο}Onkel {m}
θέλημα {το}Wille {m}
θελκτικόςreizvoll [anziehend]
θελκτικόςverführerisch
θέλωwollen
θέλω [Wunsch]mögen
Θέλω να πάω.Ich will gehen.
θέμα {το}Betreff {m}
θέμα {το}Motiv {n} [Malerei]
θέμα {το}Thema {n}
θεματική {η}Thematik {f}
θεμέλιο {η}Grundlage {f}
θεμέλιο {η} [οικοδομής]Fundament {n}
φιλοσ.
θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας
Grundbegriffe der Philosophie
νομ.
θεμελιώδες δικαίωμα {το}
Grundrecht {n}
θεμελιώδηςfundamental
θεμελιώδηςGrund-
θεμελιώδηςgrundlegend
θεμελιώδης αρχή {η}Grundsatz {m}
θεμελίωση {η} [αιτιολόγηση]Begründung {f}
ιστ.λογοτ.μυθολ.
Θεογονία {η}
Theogonie {f}
θρησκ.πολιτ.
θεοκρατία {η}
Theokratie {f}
επιστήμηθρησκ.
Θεολογία {η}
Theologie {f}
θεόρατοςriesig
θρησκ.
θεός {ο}
Gott {m}
θεότητα {η}Gottheit {f}
ιατρ.
θεραπεία {η}
Behandlung {f}
βοτ.ιατρ.
θεραπευτικό βότανο {το}
Heilkraut {n}
θεραπευτικό φυτό {το}Heilpflanze {f}
θερίζωhinwegraffen [Krankheit, Seuche]
θερινόςSommer-
θέρμανση {η}Erwärmung {f}
θερμάστρα {η}Heizung {f} [Heizgerät]
θερμάστρα {η}Ofen {m}
φυσ.
θερμίδα {η}
Kalorie {f} <cal>
φυσ.
θερμοδυναμική {η}
Thermodynamik {f}
θερμοηλεκτρικός σταθμός {ο}Wärmekraftwerk {n}
θερμοκρασία {η}Temperatur {f}
θερμόμετρο {το}Thermometer {n}
θερμόμετρο {το} για κρέαςFleischthermometer {n}
θερμόςherzlich
θερμόςwarm
θερμός {το}Thermosflasche {f}
θερμοσίφωνας {ο}Boiler {m}
θερμότητα {η}Hitze {f}
θέση {η}Lage {f}
θέση {η}Sitz {m}
θέση {η}Stelle {f}
θέση {η} επαγγελματικής εκπαίδευσης [θέση πρακτικής άσκησης]Lehrstelle {f}
θέση {η} εργασίαςArbeitsplatz {m}
θέσις {η} [καθ.]Sitz {m}
θεσμός {ο}Institution {f}
γεωγρ.
Θεσσαλονίκη {η}
Thessaloniki {n}
θετή πατρίδα {η}Wahlheimat {f}
φυσ.
θετική επιτάχυνση {η}
Positivbeschleunigung {f}
ηλεκτρ.
θετικός πόλος {ο}
Pluspol {m}
Seite 1 von 2 für den Buchstaben Θ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025