Seite 1 von 2 für den Buchstaben Ι im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
ιαγουάρος {ο}
Jaguar {m}ζωολ.T
Ιανουάριος {ο}
Jänner {m} <Jän.> [südd.] [österr.] [schweiz.]
Januar {m} <Jan.>
Ιαπωνία {η}
Japan {n}γεωγρ.
ιατρείο {το}
Arztpraxis {f}
ιατρική {η}
Medizin {f}ιατρ.
ιατρική γενετική {η}
medizinische Genetik {f}ιατρ.
ιατρική παρακολούθηση {η}
ärztliche Betreuung {f}ιατρ.
ιατρός {ο}
Arzt {m}εργασίαιατρ.
ιγκλού {το}
Iglu {m} {n}
ιγκουάνα {η}
Leguan {m}ζωολ.T
ιδανικό {το}
Ideal {n}
ιδανικό αέριο {το}
Idealgas {n}
ιδανικός [τέλειος]
ideal
ιδέα {η}
Idee {f}
Vorstellung {f} [Idee]
ιδεώδες {το}
Ideal {n}
ιδεώδης
ideal
ιδιαίτερα
besonders <bes., bsd.>
ιδιαίτερο {το} [μάθημα]
Einzelunterricht {m}εκπαιδ.
ιδιαίτερος
privat
ιδικός μας
unserer
ιδικός του
seiner
ιδιοκτησία {η}
Eigentum {n}
ιδιοκτήτης {ο}
Besitzer {m}
Eigentümer {m}
Inhaber {m}
ιδιότητα {η}
Attribut {n} [Eigenschaft]
Eigenschaft {f}
ιδιότητα {η} μέλους
Mitgliedschaft {f}
ιδιότροπος
sonderbar
ιδιότυπος
eigentümlich
ιδιόχειρος
handschriftlich
ιδιοχρωματικός
idiochromatischχημ.
ιδίωμα {το}
Eigenheit {f}
Mundart {f}
ιδιωματικός [σχετικός με διάλεκτο]
mundartlich
ιδιωματικός [σχετικός με τις εκφραστικές συνήθειες σε κάποια γλώσσα]
idiomatisch
ιδιωματισμός {ο}
Redewendung {f}γλωσσ.
ιδιωματισμός {ο} [τύπος έκφρασης κάποιας διαλέκτου]
dialektaler Ausdruck {m}
ιδίως
insbesondere
ιδιωτική οικονομία {η}
Privatwirtschaft {f}οικον.
ιδιωτικό νοσοκομείο {το}
Privatklinik {f}
ιδιωτικός
privat
ιδιωτικός τομέας {ο}
privater Sektor {m}
Privatsektor {m}εμπόρ.
ίδρυση {η}
Gründung {f}
ιδρύω
gründen
ιδρώνω
schwitzen
ιδρώτας {ο}
Schweiß {m}
ιδρωτικό {το}
Hidrotikum {n}ιατρ.
schweißtreibendes Mittel {n}ιατρ.
ιερατικά άμφια {τα}
Messgewand {n}
ιερέας {ο}
Priester {m}
ιεροφυλάκιο {το}
Sakristei {n}
ίζημα {το}
Niederschlag {m}χημ.
ιζηματολογία {η}
Sedimentologie {f}γεωλ.επιστήμη
Ιησούς Χριστός {ο}
Jesus Christus {m}
ιθαγένεια {η}
Staatsangehörigkeit {f}νομ.πολιτ.
Staatsbürgerschaft {f}νομ.πολιτ.
ιθαγενής
eingeboren
Ιθάκη {η}
Ithaka {n}γεωγρ.
ικανοποιητικός
befriedigend
ικανοποιώ
erfüllen [Wunsch]
ικανός
fähig
kompetent
ικανότητα {η}
Fähigkeit {f}
Kompetenz {f}
ικανότητα {η} ανατροφής
erzieherische Fähigkeit {f}
ικανότητα {η} διαπαιδαγώγησης
erzieherische Fähigkeit {f}
ικανότητες
Fertigkeiten {pl}
ίκτερος {ο}
Gelbsucht {f}ιατρ.
Ikterus {m}ιατρ.
ίλιγγος {ο}
Schwindel {m}ιατρ.
Ιλινόι {το} [πολιτεία]
Illinois {n} [Bundesstaat]γεωγρ.
Ιμαλάια {τα}
Himalaya {m}γεωγρ.
ιμάντας {ο}
Riemen {m}
ιματιοθήκη {η} [απαρχ.] [καθ.]
Kleiderschrank {m}
Ίμπιζα {η}
Ibiza {n}γεωγρ.
Ινδία {η}
Indien {n}γεωγρ.
ίνδιο {το} <In>
Indium {n} <In>χημ.
Ινδονησία {η}
Indonesien {n}γεωγρ.
Ινδός {ο} [αστερισμός]
Indianer {m} [Sternbild]
ινδουισμός {ο}
Hinduismus {m}θρησκ.
ινοσανίδα {η}
Hartfaserplatte {f}
ινστιτούτο {το}
Institut {n}
Ιντιάνα {η} [πολιτεία]
Indiana {n} [Bundesstaat]γεωγρ.
ίντσα {η}
Zoll {m} [Inch]
ιξός {ο}
Mistel {f}βοτ.T
ιξώδες {το}
Viskosität {f}τεχνολογφυσ.
ιόν {το}
Ion {n}φυσ.
Ιόνιο Πέλαγος {το}
Ionisches Meer {n}γεωγρ.
ιονόσφαιρα {η}
Ionosphäre {f}αστρον.μετεωρ.
Ιορδανία {η}
Jordanien {n}γεωγρ.
Ίος {η}
Ios {n}γεωγρ.
ιουδαϊσμός {ο}
Judentum {n}
Ιούλης {ο}
Juli {m}
Ιούλιος {ο}
Juli {m}
Ιούνιος {ο}
Juni {m}
Ιππάριον {το} [αστερισμός]
Füllen {n} [Sternbild]αστρον.
ζωολ.T
ιαγουάρος {ο}
Jaguar {m}
Ιανουάριος {ο}Jänner {m} <Jän.> [südd.] [österr.] [schweiz.]
Ιανουάριος {ο}Januar {m} <Jan.>
γεωγρ.
Ιαπωνία {η}
Japan {n}
ιατρείο {το}Arztpraxis {f}
ιατρ.
ιατρική {η}
Medizin {f}
ιατρ.
ιατρική γενετική {η}
medizinische Genetik {f}
ιατρ.
ιατρική παρακολούθηση {η}
ärztliche Betreuung {f}
εργασίαιατρ.
ιατρός {ο}
Arzt {m}
ιγκλού {το}Iglu {m} {n}
ζωολ.T
ιγκουάνα {η}
Leguan {m}
ιδανικό {το}Ideal {n}
ιδανικό αέριο {το}Idealgas {n}
ιδανικός [τέλειος]ideal
ιδέα {η}Idee {f}
ιδέα {η}Vorstellung {f} [Idee]
ιδεώδες {το}Ideal {n}
ιδεώδηςideal
ιδιαίτεραbesonders <bes., bsd.>
εκπαιδ.
ιδιαίτερο {το} [μάθημα]
Einzelunterricht {m}
ιδιαίτεροςprivat
ιδικός μαςunserer
ιδικός τουseiner
ιδιοκτησία {η}Eigentum {n}
ιδιοκτήτης {ο}Besitzer {m}
ιδιοκτήτης {ο}Eigentümer {m}
ιδιοκτήτης {ο}Inhaber {m}
ιδιότητα {η}Attribut {n} [Eigenschaft]
ιδιότητα {η}Eigenschaft {f}
ιδιότητα {η} μέλουςMitgliedschaft {f}
ιδιότροποςsonderbar
ιδιότυποςeigentümlich
ιδιόχειροςhandschriftlich
χημ.
ιδιοχρωματικός
idiochromatisch
ιδίωμα {το}Eigenheit {f}
ιδίωμα {το}Mundart {f}
ιδιωματικός [σχετικός με διάλεκτο]mundartlich
ιδιωματικός [σχετικός με τις εκφραστικές συνήθειες σε κάποια γλώσσα]idiomatisch
γλωσσ.
ιδιωματισμός {ο}
Redewendung {f}
ιδιωματισμός {ο} [τύπος έκφρασης κάποιας διαλέκτου]dialektaler Ausdruck {m}
ιδίωςinsbesondere
οικον.
ιδιωτική οικονομία {η}
Privatwirtschaft {f}
ιδιωτικό νοσοκομείο {το}Privatklinik {f}
ιδιωτικόςprivat
ιδιωτικός τομέας {ο}privater Sektor {m}
εμπόρ.
ιδιωτικός τομέας {ο}
Privatsektor {m}
ίδρυση {η}Gründung {f}
ιδρύωgründen
ιδρώνωschwitzen
ιδρώτας {ο}Schweiß {m}
ιατρ.
ιδρωτικό {το}
Hidrotikum {n}
ιατρ.
ιδρωτικό {το}
schweißtreibendes Mittel {n}
ιερατικά άμφια {τα}Messgewand {n}
ιερέας {ο}Priester {m}
ιεροφυλάκιο {το}Sakristei {n}
χημ.
ίζημα {το}
Niederschlag {m}
γεωλ.επιστήμη
ιζηματολογία {η}
Sedimentologie {f}
Ιησούς Χριστός {ο}Jesus Christus {m}
νομ.πολιτ.
ιθαγένεια {η}
Staatsangehörigkeit {f}
νομ.πολιτ.
ιθαγένεια {η}
Staatsbürgerschaft {f}
ιθαγενήςeingeboren
γεωγρ.
Ιθάκη {η}
Ithaka {n}
ικανοποιητικόςbefriedigend
ικανοποιώerfüllen [Wunsch]
ικανόςfähig
ικανόςkompetent
ικανότητα {η}Fähigkeit {f}
ικανότητα {η}Kompetenz {f}
ικανότητα {η} ανατροφήςerzieherische Fähigkeit {f}
ικανότητα {η} διαπαιδαγώγησηςerzieherische Fähigkeit {f}
ικανότητεςFertigkeiten {pl}
ιατρ.
ίκτερος {ο}
Gelbsucht {f}
ιατρ.
ίκτερος {ο}
Ikterus {m}
ιατρ.
ίλιγγος {ο}
Schwindel {m}
γεωγρ.
Ιλινόι {το} [πολιτεία]
Illinois {n} [Bundesstaat]
γεωγρ.
Ιμαλάια {τα}
Himalaya {m}
ιμάντας {ο}Riemen {m}
ιματιοθήκη {η} [απαρχ.] [καθ.]Kleiderschrank {m}
γεωγρ.
Ίμπιζα {η}
Ibiza {n}
γεωγρ.
Ινδία {η}
Indien {n}
χημ.
ίνδιο {το} <In>
Indium {n} <In>
γεωγρ.
Ινδονησία {η}
Indonesien {n}
Ινδός {ο} [αστερισμός]Indianer {m} [Sternbild]
θρησκ.
ινδουισμός {ο}
Hinduismus {m}
ινοσανίδα {η}Hartfaserplatte {f}
ινστιτούτο {το}Institut {n}
γεωγρ.
Ιντιάνα {η} [πολιτεία]
Indiana {n} [Bundesstaat]
ίντσα {η}Zoll {m} [Inch]
βοτ.T
ιξός {ο}
Mistel {f}
τεχνολογφυσ.
ιξώδες {το}
Viskosität {f}
φυσ.
ιόν {το}
Ion {n}
γεωγρ.
Ιόνιο Πέλαγος {το}
Ionisches Meer {n}
αστρον.μετεωρ.
ιονόσφαιρα {η}
Ionosphäre {f}
γεωγρ.
Ιορδανία {η}
Jordanien {n}
γεωγρ.
Ίος {η}
Ios {n}
ιουδαϊσμός {ο}Judentum {n}
Ιούλης {ο}Juli {m}
Ιούλιος {ο}Juli {m}
Ιούνιος {ο}Juni {m}
αστρον.
Ιππάριον {το} [αστερισμός]
Füllen {n} [Sternbild]
Seite 1 von 2 für den Buchstaben Ι im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025