dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 2 für den Buchstaben
Ι
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/2 für
Ι
ιαγουάρος
{ο}
Jaguar
{m}
ζωολ.
T
Ιανουάριος
{ο}
Jänner
{m}
<Jän.>
[südd.]
[österr.]
[schweiz.]
Januar
{m}
<Jan.>
Ιαπωνία
{η}
Japan
{n}
γεωγρ.
ιατρείο
{το}
Arztpraxis
{f}
ιατρική
{η}
Medizin
{f}
ιατρ.
ιατρική γενετική
{η}
medizinische Genetik
{f}
ιατρ.
ιατρική παρακολούθηση
{η}
ärztliche Betreuung
{f}
ιατρ.
ιατρός
{ο}
Arzt
{m}
εργασία
ιατρ.
ιγκλού
{το}
Iglu
{m}
{n}
ιγκουάνα
{η}
Leguan
{m}
ζωολ.
T
ιδανικό
{το}
Ideal
{n}
ιδανικό αέριο
{το}
Idealgas
{n}
ιδανικός
[τέλειος]
ideal
ιδέα
{η}
Idee
{f}
Vorstellung
{f}
[Idee]
ιδεώδες
{το}
Ideal
{n}
ιδεώδης
ideal
ιδιαίτερα
besonders
<bes., bsd.>
ιδιαίτερο
{το}
[μάθημα]
Einzelunterricht
{m}
εκπαιδ.
ιδιαίτερος
privat
ιδικός μας
unserer
ιδικός του
seiner
ιδιοκτησία
{η}
Eigentum
{n}
ιδιοκτήτης
{ο}
Besitzer
{m}
Eigentümer
{m}
Inhaber
{m}
ιδιότητα
{η}
Attribut
{n}
[Eigenschaft]
Eigenschaft
{f}
ιδιότητα
{η}
μέλους
Mitgliedschaft
{f}
ιδιότροπος
sonderbar
ιδιότυπος
eigentümlich
ιδιόχειρος
handschriftlich
ιδιοχρωματικός
idiochromatisch
χημ.
ιδίωμα
{το}
Eigenheit
{f}
Mundart
{f}
ιδιωματικός
[σχετικός με διάλεκτο]
mundartlich
ιδιωματικός
[σχετικός με τις εκφραστικές συνήθειες σε κάποια γλώσσα]
idiomatisch
ιδιωματισμός
{ο}
Redewendung
{f}
γλωσσ.
ιδιωματισμός
{ο}
[τύπος έκφρασης κάποιας διαλέκτου]
dialektaler Ausdruck
{m}
ιδίως
insbesondere
ιδιωτική οικονομία
{η}
Privatwirtschaft
{f}
οικον.
ιδιωτικό νοσοκομείο
{το}
Privatklinik
{f}
ιδιωτικός
privat
ιδιωτικός τομέας
{ο}
privater Sektor
{m}
Privatsektor
{m}
εμπόρ.
ίδρυση
{η}
Gründung
{f}
ιδρύω
gründen
ιδρώνω
schwitzen
ιδρώτας
{ο}
Schweiß
{m}
ιδρωτικό
{το}
Hidrotikum
{n}
ιατρ.
schweißtreibendes Mittel
{n}
ιατρ.
ιερατικά άμφια
{τα}
Messgewand
{n}
ιερέας
{ο}
Priester
{m}
ιεροφυλάκιο
{το}
Sakristei
{n}
ίζημα
{το}
Niederschlag
{m}
χημ.
ιζηματολογία
{η}
Sedimentologie
{f}
γεωλ.
επιστήμη
Ιησούς Χριστός
{ο}
Jesus Christus
{m}
ιθαγένεια
{η}
Staatsangehörigkeit
{f}
νομ.
πολιτ.
Staatsbürgerschaft
{f}
νομ.
πολιτ.
ιθαγενής
eingeboren
Ιθάκη
{η}
Ithaka
{n}
γεωγρ.
ικανοποιητικός
befriedigend
ικανοποιώ
erfüllen
[Wunsch]
ικανός
fähig
kompetent
ικανότητα
{η}
Fähigkeit
{f}
Kompetenz
{f}
ικανότητα
{η}
ανατροφής
erzieherische Fähigkeit
{f}
ικανότητα
{η}
διαπαιδαγώγησης
erzieherische Fähigkeit
{f}
ικανότητες
Fertigkeiten
{pl}
ίκτερος
{ο}
Gelbsucht
{f}
ιατρ.
Ikterus
{m}
ιατρ.
ίλιγγος
{ο}
Schwindel
{m}
ιατρ.
Ιλινόι
{το}
[πολιτεία]
Illinois
{n}
[Bundesstaat]
γεωγρ.
Ιμαλάια
{τα}
Himalaya
{m}
γεωγρ.
ιμάντας
{ο}
Riemen
{m}
ιματιοθήκη
{η}
[απαρχ.]
[καθ.]
Kleiderschrank
{m}
Ίμπιζα
{η}
Ibiza
{n}
γεωγρ.
Ινδία
{η}
Indien
{n}
γεωγρ.
ίνδιο
{το}
<In>
Indium
{n}
<In>
χημ.
Ινδονησία
{η}
Indonesien
{n}
γεωγρ.
Ινδός
{ο}
[αστερισμός]
Indianer
{m}
[Sternbild]
ινδουισμός
{ο}
Hinduismus
{m}
θρησκ.
ινοσανίδα
{η}
Hartfaserplatte
{f}
ινστιτούτο
{το}
Institut
{n}
Ιντιάνα
{η}
[πολιτεία]
Indiana
{n}
[Bundesstaat]
γεωγρ.
ίντσα
{η}
Zoll
{m}
[Inch]
ιξός
{ο}
Mistel
{f}
βοτ.
T
ιξώδες
{το}
Viskosität
{f}
τεχνολογ
φυσ.
ιόν
{το}
Ion
{n}
φυσ.
Ιόνιο Πέλαγος
{το}
Ionisches Meer
{n}
γεωγρ.
ιονόσφαιρα
{η}
Ionosphäre
{f}
αστρον.
μετεωρ.
Ιορδανία
{η}
Jordanien
{n}
γεωγρ.
Ίος
{η}
Ios
{n}
γεωγρ.
ιουδαϊσμός
{ο}
Judentum
{n}
Ιούλης
{ο}
Juli
{m}
Ιούλιος
{ο}
Juli
{m}
Ιούνιος
{ο}
Juni
{m}
Ιππάριον
{το}
[αστερισμός]
Füllen
{n}
[Sternbild]
αστρον.
«
⇄
»
Seite 1/2 für
Ι
ζωολ.
T
ιαγουάρος
{ο}
Jaguar
{m}
Ιανουάριος
{ο}
Jänner
{m}
<Jän.>
[südd.]
[österr.]
[schweiz.]
Ιανουάριος
{ο}
Januar
{m}
<Jan.>
γεωγρ.
Ιαπωνία
{η}
Japan
{n}
ιατρείο
{το}
Arztpraxis
{f}
ιατρ.
ιατρική
{η}
Medizin
{f}
ιατρ.
ιατρική γενετική
{η}
medizinische Genetik
{f}
ιατρ.
ιατρική παρακολούθηση
{η}
ärztliche Betreuung
{f}
εργασία
ιατρ.
ιατρός
{ο}
Arzt
{m}
ιγκλού
{το}
Iglu
{m}
{n}
ζωολ.
T
ιγκουάνα
{η}
Leguan
{m}
ιδανικό
{το}
Ideal
{n}
ιδανικό αέριο
{το}
Idealgas
{n}
ιδανικός
[τέλειος]
ideal
ιδέα
{η}
Idee
{f}
ιδέα
{η}
Vorstellung
{f}
[Idee]
ιδεώδες
{το}
Ideal
{n}
ιδεώδης
ideal
ιδιαίτερα
besonders
<bes., bsd.>
εκπαιδ.
ιδιαίτερο
{το}
[μάθημα]
Einzelunterricht
{m}
ιδιαίτερος
privat
ιδικός μας
unserer
ιδικός του
seiner
ιδιοκτησία
{η}
Eigentum
{n}
ιδιοκτήτης
{ο}
Besitzer
{m}
ιδιοκτήτης
{ο}
Eigentümer
{m}
ιδιοκτήτης
{ο}
Inhaber
{m}
ιδιότητα
{η}
Attribut
{n}
[Eigenschaft]
ιδιότητα
{η}
Eigenschaft
{f}
ιδιότητα
{η}
μέλους
Mitgliedschaft
{f}
ιδιότροπος
sonderbar
ιδιότυπος
eigentümlich
ιδιόχειρος
handschriftlich
χημ.
ιδιοχρωματικός
idiochromatisch
ιδίωμα
{το}
Eigenheit
{f}
ιδίωμα
{το}
Mundart
{f}
ιδιωματικός
[σχετικός με διάλεκτο]
mundartlich
ιδιωματικός
[σχετικός με τις εκφραστικές συνήθειες σε κάποια γλώσσα]
idiomatisch
γλωσσ.
ιδιωματισμός
{ο}
Redewendung
{f}
ιδιωματισμός
{ο}
[τύπος έκφρασης κάποιας διαλέκτου]
dialektaler Ausdruck
{m}
ιδίως
insbesondere
οικον.
ιδιωτική οικονομία
{η}
Privatwirtschaft
{f}
ιδιωτικό νοσοκομείο
{το}
Privatklinik
{f}
ιδιωτικός
privat
ιδιωτικός τομέας
{ο}
privater Sektor
{m}
εμπόρ.
ιδιωτικός τομέας
{ο}
Privatsektor
{m}
ίδρυση
{η}
Gründung
{f}
ιδρύω
gründen
ιδρώνω
schwitzen
ιδρώτας
{ο}
Schweiß
{m}
ιατρ.
ιδρωτικό
{το}
Hidrotikum
{n}
ιατρ.
ιδρωτικό
{το}
schweißtreibendes Mittel
{n}
ιερατικά άμφια
{τα}
Messgewand
{n}
ιερέας
{ο}
Priester
{m}
ιεροφυλάκιο
{το}
Sakristei
{n}
χημ.
ίζημα
{το}
Niederschlag
{m}
γεωλ.
επιστήμη
ιζηματολογία
{η}
Sedimentologie
{f}
Ιησούς Χριστός
{ο}
Jesus Christus
{m}
νομ.
πολιτ.
ιθαγένεια
{η}
Staatsangehörigkeit
{f}
νομ.
πολιτ.
ιθαγένεια
{η}
Staatsbürgerschaft
{f}
ιθαγενής
eingeboren
γεωγρ.
Ιθάκη
{η}
Ithaka
{n}
ικανοποιητικός
befriedigend
ικανοποιώ
erfüllen
[Wunsch]
ικανός
fähig
ικανός
kompetent
ικανότητα
{η}
Fähigkeit
{f}
ικανότητα
{η}
Kompetenz
{f}
ικανότητα
{η}
ανατροφής
erzieherische Fähigkeit
{f}
ικανότητα
{η}
διαπαιδαγώγησης
erzieherische Fähigkeit
{f}
ικανότητες
Fertigkeiten
{pl}
ιατρ.
ίκτερος
{ο}
Gelbsucht
{f}
ιατρ.
ίκτερος
{ο}
Ikterus
{m}
ιατρ.
ίλιγγος
{ο}
Schwindel
{m}
γεωγρ.
Ιλινόι
{το}
[πολιτεία]
Illinois
{n}
[Bundesstaat]
γεωγρ.
Ιμαλάια
{τα}
Himalaya
{m}
ιμάντας
{ο}
Riemen
{m}
ιματιοθήκη
{η}
[απαρχ.]
[καθ.]
Kleiderschrank
{m}
γεωγρ.
Ίμπιζα
{η}
Ibiza
{n}
γεωγρ.
Ινδία
{η}
Indien
{n}
χημ.
ίνδιο
{το}
<In>
Indium
{n}
<In>
γεωγρ.
Ινδονησία
{η}
Indonesien
{n}
Ινδός
{ο}
[αστερισμός]
Indianer
{m}
[Sternbild]
θρησκ.
ινδουισμός
{ο}
Hinduismus
{m}
ινοσανίδα
{η}
Hartfaserplatte
{f}
ινστιτούτο
{το}
Institut
{n}
γεωγρ.
Ιντιάνα
{η}
[πολιτεία]
Indiana
{n}
[Bundesstaat]
ίντσα
{η}
Zoll
{m}
[Inch]
βοτ.
T
ιξός
{ο}
Mistel
{f}
τεχνολογ
φυσ.
ιξώδες
{το}
Viskosität
{f}
φυσ.
ιόν
{το}
Ion
{n}
γεωγρ.
Ιόνιο Πέλαγος
{το}
Ionisches Meer
{n}
αστρον.
μετεωρ.
ιονόσφαιρα
{η}
Ionosphäre
{f}
γεωγρ.
Ιορδανία
{η}
Jordanien
{n}
γεωγρ.
Ίος
{η}
Ios
{n}
ιουδαϊσμός
{ο}
Judentum
{n}
Ιούλης
{ο}
Juli
{m}
Ιούλιος
{ο}
Juli
{m}
Ιούνιος
{ο}
Juni
{m}
αστρον.
Ιππάριον
{το}
[αστερισμός]
Füllen
{n}
[Sternbild]
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 2 für den Buchstaben
Ι
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025