Seite 1 von 3 für den Buchstaben Λ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Λα παίζει θέατρο.
Er spielt doch nur Komödie.
λαβή {η}
Griff {m} [Stiel, Knauf]
λαγοκέρασο {το}
Stachelbeere {f}βοτ.T
λαγός {ο}
Hase {m}ζωολ.T
Λαγωός {ο} [αστερισμός]
Hase {m} [Sternbild]
λάδι {το}
Öl {n}γαστρ.
λαθεύω
sich irren
λάθος
falsch
λάθος {το}
Fehler {m} [Irrtum, Unrichtigkeit]
λαθρεπιβάτης {ο}
blinder Passagier {m}
λαθρεπιβάτισσα {η}
blinde Passagierin {f}
λαϊκός
Volks-
λαιμό {το}
Hals {m} [Kehle, Rachen]
λαιμός {ο}
Gurgel {f}
Hals {m} [außen]
Λακκονήσι {το} [Σποράδες]
Lakkonisi {n} [Sporaden]γεωγρ.
λακκούβα {η} [κοίλωμα]
Mulde {f}
λαμβάνω
bekommen
erhalten
λαμβάνω χώρα
stattfinden
λάμπα {η}
Lampe {f}
λαμπάδα {η}
Kerze {f} [groß, lang]
λαμπρατζιά {η} [κυπρ.]
Brand {m}
Λαμπρινός {ο}
Lambrinos {n}γεωγρ.
λαμπροβούτι {το} [Gavia arctica]
Prachttaucher {m}ορν.T
λαμπρός
glänzend
λαμπρότατος
glänzend
λαμπρότητα {η}
Glanz {m}
Helligkeit {f} [Sternhelligkeit]αστρον.
λανθάνιο {το} <La>
Lanthan {n} <La>χημ.
Λανθαρότε {η} [Κανάριες]
Lanzarote {n} [Kanarische Insel]γεωγρ.
λανθασμένα
falsch
λαός {ο}
Volk {n}
Λάος {το}
Laos {n}γεωγρ.
λαρδί {το}
Speck {m}
λαρύγγι {το}
Gurgel {f}
λασκαρισμένος
locker
λάσπη {η}
Schlamm {m}
λάστιχο {το}
Reifen {m} [an Rädern]
λατομείο {το}
Steinbruch {m}
λατρεία {η} [απότιση τιμής]
Verehrung {f}
λατρεύω [άνθρωπο]
vergöttern
λατρεύω [θεότητα]
anbeten
verehren
λάτρης {ο}
Liebhaber {m} [Kenner]
λαχανικά {τα}
Gemüse {n}
Gemüse {pl}
λάχανο {το}
Kohl {m}βοτ.T
λαχανοπώλης {ο}
Gemüsehändler {m}
λαχτάρα {η}
Sehnsucht {f}
λέαινα {η}
Löwin {f}ζωολ.
λεβάντα {η}
Lavendel {m}βοτ.T
λεβέντης {ο}
Kerl {m}
λέγομαι
heißen
λεία {η}
Beute {f}
λειαίνω
glätten
λέιζερ {το}
Laser {m}φυσ.
λείος
glatt
λείπω
fehlen [nicht da sein]
λειτουργία {η}
Betrieb {m} [das Betreiben]
Funktion {f}
Liturgie {f}
λειτουργικό σύστημα {το}
Betriebssystem {n}πλρφκ.
λειτουργικός
funktional
funktionell
λειτουργώ
funktionieren
λείψανο {το} [απομεινάρι]
Überrest {m}
λεκάνη {η}
Becken {n}γεωγρ.
λεκές {ο}
Fleck {m} [Schmutzfleck]
λελέκι {το}
Storch {m}ορν.T
λεμονάδα {η}
Limonade {f}
λεμόνι {το}
Zitrone {f}βοτ.γαστρ.T
λεμονιά {η}
Zitronenbaum {m}
λεμφαδένας {ο}
Lymphdrüse {f}ανατ.
λεμφικό σύστημα {το}
Lymphsystem {n}ανατ.
λεμφοκύτταρο {το}
Lymphozyt {m}βιολ.
λέμφος {η}
Lymphe {f}
λέξη {η}
Wort {n}
λέξη {η} της μόδας
Modewort {n}
λεξικό {το}
Wörterbuch {n}
λεξικογραφία {η}
Lexikografie {f}γλωσσ.επιστήμη
Lexikographie {f}γλωσσ.επιστήμη
λεξικογράφος {ο}
Lexikograf {m}
λεξικολόγος {ο}
Lexikologe {m}
λεξιλόγιο {το}
Vokabeln {pl}
Wortschatz {m}
λεόνουρος {ο}
Echte Herzgespann {n}βοτ.T
Löwenschwanz {m}βοτ.
λεοπάρδαλη {η} [Panthera pardus]
Leopard {m}ζωολ.T
λεπτό {το}
Minute {f}
λεπτό έντερο {το}
Dünndarm {m}ανατ.
λεπτό πλαισιωτό πριόνι {το}
Laubsäge {f}εργαλ.
λεπτοδείκτης {ο}
Minutenzeiger {m}
λεπτομέρεια {η}
Detail {n}
Einzelheit {f}
λεπτομέρειες {οι}
Einzelheiten {pl}
λεπτομερής
eingehend
genau [sorgfältig]
λεπτομερώς
detailliert
λεπτόνιο {το}
Lepton {n}φυσ.
Λα παίζει θέατρο.Er spielt doch nur Komödie.
λαβή {η}Griff {m} [Stiel, Knauf]
βοτ.T
λαγοκέρασο {το}
Stachelbeere {f}
ζωολ.T
λαγός {ο}
Hase {m}
Λαγωός {ο} [αστερισμός]Hase {m} [Sternbild]
γαστρ.
λάδι {το}
Öl {n}
λαθεύωsich irren
λάθοςfalsch
λάθος {το}Fehler {m} [Irrtum, Unrichtigkeit]
λαθρεπιβάτης {ο}blinder Passagier {m}
λαθρεπιβάτισσα {η}blinde Passagierin {f}
λαϊκόςVolks-
λαιμό {το}Hals {m} [Kehle, Rachen]
λαιμός {ο}Gurgel {f}
λαιμός {ο}Hals {m} [außen]
γεωγρ.
Λακκονήσι {το} [Σποράδες]
Lakkonisi {n} [Sporaden]
λακκούβα {η} [κοίλωμα]Mulde {f}
λαμβάνωbekommen
λαμβάνωerhalten
λαμβάνω χώραstattfinden
λάμπα {η}Lampe {f}
λαμπάδα {η}Kerze {f} [groß, lang]
λαμπρατζιά {η} [κυπρ.]Brand {m}
γεωγρ.
Λαμπρινός {ο}
Lambrinos {n}
ορν.T
λαμπροβούτι {το} [Gavia arctica]
Prachttaucher {m}
λαμπρόςglänzend
λαμπρότατοςglänzend
λαμπρότητα {η}Glanz {m}
αστρον.
λαμπρότητα {η}
Helligkeit {f} [Sternhelligkeit]
χημ.
λανθάνιο {το} <La>
Lanthan {n} <La>
γεωγρ.
Λανθαρότε {η} [Κανάριες]
Lanzarote {n} [Kanarische Insel]
λανθασμέναfalsch
λαός {ο}Volk {n}
γεωγρ.
Λάος {το}
Laos {n}
λαρδί {το}Speck {m}
λαρύγγι {το}Gurgel {f}
λασκαρισμένοςlocker
λάσπη {η}Schlamm {m}
λάστιχο {το}Reifen {m} [an Rädern]
λατομείο {το}Steinbruch {m}
λατρεία {η} [απότιση τιμής]Verehrung {f}
λατρεύω [άνθρωπο]vergöttern
λατρεύω [θεότητα]anbeten
λατρεύω [θεότητα]verehren
λάτρης {ο}Liebhaber {m} [Kenner]
λαχανικά {τα}Gemüse {n}
λαχανικά {τα}Gemüse {pl}
βοτ.T
λάχανο {το}
Kohl {m}
λαχανοπώλης {ο}Gemüsehändler {m}
λαχτάρα {η}Sehnsucht {f}
ζωολ.
λέαινα {η}
Löwin {f}
βοτ.T
λεβάντα {η}
Lavendel {m}
λεβέντης {ο}Kerl {m}
λέγομαιheißen
λεία {η}Beute {f}
λειαίνωglätten
φυσ.
λέιζερ {το}
Laser {m}
λείοςglatt
λείπωfehlen [nicht da sein]
λειτουργία {η}Betrieb {m} [das Betreiben]
λειτουργία {η}Funktion {f}
λειτουργία {η}Liturgie {f}
πλρφκ.
λειτουργικό σύστημα {το}
Betriebssystem {n}
λειτουργικόςfunktional
λειτουργικόςfunktionell
λειτουργώfunktionieren
λείψανο {το} [απομεινάρι]Überrest {m}
γεωγρ.
λεκάνη {η}
Becken {n}
λεκές {ο}Fleck {m} [Schmutzfleck]
ορν.T
λελέκι {το}
Storch {m}
λεμονάδα {η}Limonade {f}
βοτ.γαστρ.T
λεμόνι {το}
Zitrone {f}
λεμονιά {η}Zitronenbaum {m}
ανατ.
λεμφαδένας {ο}
Lymphdrüse {f}
ανατ.
λεμφικό σύστημα {το}
Lymphsystem {n}
βιολ.
λεμφοκύτταρο {το}
Lymphozyt {m}
λέμφος {η}Lymphe {f}
λέξη {η}Wort {n}
λέξη {η} της μόδαςModewort {n}
λεξικό {το}Wörterbuch {n}
γλωσσ.επιστήμη
λεξικογραφία {η}
Lexikografie {f}
γλωσσ.επιστήμη
λεξικογραφία {η}
Lexikographie {f}
λεξικογράφος {ο}Lexikograf {m}
λεξικολόγος {ο}Lexikologe {m}
λεξιλόγιο {το}Vokabeln {pl}
λεξιλόγιο {το}Wortschatz {m}
βοτ.T
λεόνουρος {ο}
Echte Herzgespann {n}
βοτ.
λεόνουρος {ο}
Löwenschwanz {m}
ζωολ.T
λεοπάρδαλη {η} [Panthera pardus]
Leopard {m}
λεπτό {το}Minute {f}
ανατ.
λεπτό έντερο {το}
Dünndarm {m}
εργαλ.
λεπτό πλαισιωτό πριόνι {το}
Laubsäge {f}
λεπτοδείκτης {ο}Minutenzeiger {m}
λεπτομέρεια {η}Detail {n}
λεπτομέρεια {η}Einzelheit {f}
λεπτομέρειες {οι}Einzelheiten {pl}
λεπτομερήςeingehend
λεπτομερήςgenau [sorgfältig]
λεπτομερώςdetailliert
φυσ.
λεπτόνιο {το}
Lepton {n}
Seite 1 von 3 für den Buchstaben Λ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025