dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 3 für den Buchstaben
Λ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/3 für
Λ
Λα παίζει θέατρο.
Er spielt doch nur Komödie.
λαβή
{η}
Griff
{m}
[Stiel, Knauf]
λαγοκέρασο
{το}
Stachelbeere
{f}
βοτ.
T
λαγός
{ο}
Hase
{m}
ζωολ.
T
Λαγωός
{ο}
[αστερισμός]
Hase
{m}
[Sternbild]
λάδι
{το}
Öl
{n}
γαστρ.
λαθεύω
sich irren
λάθος
falsch
λάθος
{το}
Fehler
{m}
[Irrtum, Unrichtigkeit]
λαθρεπιβάτης
{ο}
blinder Passagier
{m}
λαθρεπιβάτισσα
{η}
blinde Passagierin
{f}
λαϊκός
Volks-
λαιμό
{το}
Hals
{m}
[Kehle, Rachen]
λαιμός
{ο}
Gurgel
{f}
Hals
{m}
[außen]
Λακκονήσι
{το}
[Σποράδες]
Lakkonisi
{n}
[Sporaden]
γεωγρ.
λακκούβα
{η}
[κοίλωμα]
Mulde
{f}
λαμβάνω
bekommen
erhalten
λαμβάνω χώρα
stattfinden
λάμπα
{η}
Lampe
{f}
λαμπάδα
{η}
Kerze
{f}
[groß, lang]
λαμπρατζιά
{η}
[κυπρ.]
Brand
{m}
Λαμπρινός
{ο}
Lambrinos
{n}
γεωγρ.
λαμπροβούτι
{το}
[Gavia arctica]
Prachttaucher
{m}
ορν.
T
λαμπρός
glänzend
λαμπρότατος
glänzend
λαμπρότητα
{η}
Glanz
{m}
Helligkeit
{f}
[Sternhelligkeit]
αστρον.
λανθάνιο
{το}
<La>
Lanthan
{n}
<La>
χημ.
Λανθαρότε
{η}
[Κανάριες]
Lanzarote
{n}
[Kanarische Insel]
γεωγρ.
λανθασμένα
falsch
λαός
{ο}
Volk
{n}
Λάος
{το}
Laos
{n}
γεωγρ.
λαρδί
{το}
Speck
{m}
λαρύγγι
{το}
Gurgel
{f}
λασκαρισμένος
locker
λάσπη
{η}
Schlamm
{m}
λάστιχο
{το}
Reifen
{m}
[an Rädern]
λατομείο
{το}
Steinbruch
{m}
λατρεία
{η}
[απότιση τιμής]
Verehrung
{f}
λατρεύω
[άνθρωπο]
vergöttern
λατρεύω
[θεότητα]
anbeten
verehren
λάτρης
{ο}
Liebhaber
{m}
[Kenner]
λαχανικά
{τα}
Gemüse
{n}
Gemüse
{pl}
λάχανο
{το}
Kohl
{m}
βοτ.
T
λαχανοπώλης
{ο}
Gemüsehändler
{m}
λαχτάρα
{η}
Sehnsucht
{f}
λέαινα
{η}
Löwin
{f}
ζωολ.
λεβάντα
{η}
Lavendel
{m}
βοτ.
T
λεβέντης
{ο}
Kerl
{m}
λέγομαι
heißen
λεία
{η}
Beute
{f}
λειαίνω
glätten
λέιζερ
{το}
Laser
{m}
φυσ.
λείος
glatt
λείπω
fehlen
[nicht da sein]
λειτουργία
{η}
Betrieb
{m}
[das Betreiben]
Funktion
{f}
Liturgie
{f}
λειτουργικό σύστημα
{το}
Betriebssystem
{n}
πλρφκ.
λειτουργικός
funktional
funktionell
λειτουργώ
funktionieren
λείψανο
{το}
[απομεινάρι]
Überrest
{m}
λεκάνη
{η}
Becken
{n}
γεωγρ.
λεκές
{ο}
Fleck
{m}
[Schmutzfleck]
λελέκι
{το}
Storch
{m}
ορν.
T
λεμονάδα
{η}
Limonade
{f}
λεμόνι
{το}
Zitrone
{f}
βοτ.
γαστρ.
T
λεμονιά
{η}
Zitronenbaum
{m}
λεμφαδένας
{ο}
Lymphdrüse
{f}
ανατ.
λεμφικό σύστημα
{το}
Lymphsystem
{n}
ανατ.
λεμφοκύτταρο
{το}
Lymphozyt
{m}
βιολ.
λέμφος
{η}
Lymphe
{f}
λέξη
{η}
Wort
{n}
λέξη
{η}
της μόδας
Modewort
{n}
λεξικό
{το}
Wörterbuch
{n}
λεξικογραφία
{η}
Lexikografie
{f}
γλωσσ.
επιστήμη
Lexikographie
{f}
γλωσσ.
επιστήμη
λεξικογράφος
{ο}
Lexikograf
{m}
λεξικολόγος
{ο}
Lexikologe
{m}
λεξιλόγιο
{το}
Vokabeln
{pl}
Wortschatz
{m}
λεόνουρος
{ο}
Echte Herzgespann
{n}
βοτ.
T
Löwenschwanz
{m}
βοτ.
λεοπάρδαλη
{η}
[Panthera pardus]
Leopard
{m}
ζωολ.
T
λεπτό
{το}
Minute
{f}
λεπτό έντερο
{το}
Dünndarm
{m}
ανατ.
λεπτό πλαισιωτό πριόνι
{το}
Laubsäge
{f}
εργαλ.
λεπτοδείκτης
{ο}
Minutenzeiger
{m}
λεπτομέρεια
{η}
Detail
{n}
Einzelheit
{f}
λεπτομέρειες
{οι}
Einzelheiten
{pl}
λεπτομερής
eingehend
genau
[sorgfältig]
λεπτομερώς
detailliert
λεπτόνιο
{το}
Lepton
{n}
φυσ.
«
⇄
»
Seite 1/3 für
Λ
Λα παίζει θέατρο.
Er spielt doch nur Komödie.
λαβή
{η}
Griff
{m}
[Stiel, Knauf]
βοτ.
T
λαγοκέρασο
{το}
Stachelbeere
{f}
ζωολ.
T
λαγός
{ο}
Hase
{m}
Λαγωός
{ο}
[αστερισμός]
Hase
{m}
[Sternbild]
γαστρ.
λάδι
{το}
Öl
{n}
λαθεύω
sich irren
λάθος
falsch
λάθος
{το}
Fehler
{m}
[Irrtum, Unrichtigkeit]
λαθρεπιβάτης
{ο}
blinder Passagier
{m}
λαθρεπιβάτισσα
{η}
blinde Passagierin
{f}
λαϊκός
Volks-
λαιμό
{το}
Hals
{m}
[Kehle, Rachen]
λαιμός
{ο}
Gurgel
{f}
λαιμός
{ο}
Hals
{m}
[außen]
γεωγρ.
Λακκονήσι
{το}
[Σποράδες]
Lakkonisi
{n}
[Sporaden]
λακκούβα
{η}
[κοίλωμα]
Mulde
{f}
λαμβάνω
bekommen
λαμβάνω
erhalten
λαμβάνω χώρα
stattfinden
λάμπα
{η}
Lampe
{f}
λαμπάδα
{η}
Kerze
{f}
[groß, lang]
λαμπρατζιά
{η}
[κυπρ.]
Brand
{m}
γεωγρ.
Λαμπρινός
{ο}
Lambrinos
{n}
ορν.
T
λαμπροβούτι
{το}
[Gavia arctica]
Prachttaucher
{m}
λαμπρός
glänzend
λαμπρότατος
glänzend
λαμπρότητα
{η}
Glanz
{m}
αστρον.
λαμπρότητα
{η}
Helligkeit
{f}
[Sternhelligkeit]
χημ.
λανθάνιο
{το}
<La>
Lanthan
{n}
<La>
γεωγρ.
Λανθαρότε
{η}
[Κανάριες]
Lanzarote
{n}
[Kanarische Insel]
λανθασμένα
falsch
λαός
{ο}
Volk
{n}
γεωγρ.
Λάος
{το}
Laos
{n}
λαρδί
{το}
Speck
{m}
λαρύγγι
{το}
Gurgel
{f}
λασκαρισμένος
locker
λάσπη
{η}
Schlamm
{m}
λάστιχο
{το}
Reifen
{m}
[an Rädern]
λατομείο
{το}
Steinbruch
{m}
λατρεία
{η}
[απότιση τιμής]
Verehrung
{f}
λατρεύω
[άνθρωπο]
vergöttern
λατρεύω
[θεότητα]
anbeten
λατρεύω
[θεότητα]
verehren
λάτρης
{ο}
Liebhaber
{m}
[Kenner]
λαχανικά
{τα}
Gemüse
{n}
λαχανικά
{τα}
Gemüse
{pl}
βοτ.
T
λάχανο
{το}
Kohl
{m}
λαχανοπώλης
{ο}
Gemüsehändler
{m}
λαχτάρα
{η}
Sehnsucht
{f}
ζωολ.
λέαινα
{η}
Löwin
{f}
βοτ.
T
λεβάντα
{η}
Lavendel
{m}
λεβέντης
{ο}
Kerl
{m}
λέγομαι
heißen
λεία
{η}
Beute
{f}
λειαίνω
glätten
φυσ.
λέιζερ
{το}
Laser
{m}
λείος
glatt
λείπω
fehlen
[nicht da sein]
λειτουργία
{η}
Betrieb
{m}
[das Betreiben]
λειτουργία
{η}
Funktion
{f}
λειτουργία
{η}
Liturgie
{f}
πλρφκ.
λειτουργικό σύστημα
{το}
Betriebssystem
{n}
λειτουργικός
funktional
λειτουργικός
funktionell
λειτουργώ
funktionieren
λείψανο
{το}
[απομεινάρι]
Überrest
{m}
γεωγρ.
λεκάνη
{η}
Becken
{n}
λεκές
{ο}
Fleck
{m}
[Schmutzfleck]
ορν.
T
λελέκι
{το}
Storch
{m}
λεμονάδα
{η}
Limonade
{f}
βοτ.
γαστρ.
T
λεμόνι
{το}
Zitrone
{f}
λεμονιά
{η}
Zitronenbaum
{m}
ανατ.
λεμφαδένας
{ο}
Lymphdrüse
{f}
ανατ.
λεμφικό σύστημα
{το}
Lymphsystem
{n}
βιολ.
λεμφοκύτταρο
{το}
Lymphozyt
{m}
λέμφος
{η}
Lymphe
{f}
λέξη
{η}
Wort
{n}
λέξη
{η}
της μόδας
Modewort
{n}
λεξικό
{το}
Wörterbuch
{n}
γλωσσ.
επιστήμη
λεξικογραφία
{η}
Lexikografie
{f}
γλωσσ.
επιστήμη
λεξικογραφία
{η}
Lexikographie
{f}
λεξικογράφος
{ο}
Lexikograf
{m}
λεξικολόγος
{ο}
Lexikologe
{m}
λεξιλόγιο
{το}
Vokabeln
{pl}
λεξιλόγιο
{το}
Wortschatz
{m}
βοτ.
T
λεόνουρος
{ο}
Echte Herzgespann
{n}
βοτ.
λεόνουρος
{ο}
Löwenschwanz
{m}
ζωολ.
T
λεοπάρδαλη
{η}
[Panthera pardus]
Leopard
{m}
λεπτό
{το}
Minute
{f}
ανατ.
λεπτό έντερο
{το}
Dünndarm
{m}
εργαλ.
λεπτό πλαισιωτό πριόνι
{το}
Laubsäge
{f}
λεπτοδείκτης
{ο}
Minutenzeiger
{m}
λεπτομέρεια
{η}
Detail
{n}
λεπτομέρεια
{η}
Einzelheit
{f}
λεπτομέρειες
{οι}
Einzelheiten
{pl}
λεπτομερής
eingehend
λεπτομερής
genau
[sorgfältig]
λεπτομερώς
detailliert
φυσ.
λεπτόνιο
{το}
Lepton
{n}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 3 für den Buchstaben
Λ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025