Seite 1 von 9 für den Buchstaben Μ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
μά
aber
Μα αυτό είναι ανήκουστο!
Das ist ja ungeheuerlich!
μαγαζί {το}
Laden {m}
μαγγάνιο {το}
Mangan {n}χημ.
μάγειρας {ο}
Koch {m}γαστρ.εργασία
μαγείρεμα {το}
Kochen {n}
μαγειρεύω
kochen
μαγευτικός
zauberhaft
μαγεύω
faszinieren
zaubern
μαγιά {η}
Bierhefe {f}
Hefe {f}γαστρ.
μάγια {τα}
Zauber {m} [Magie]
μαγική λέξη {η}
Zauberwort {n}
μαγική ράβδος {η}
Zauberstab {m}
Μαγιόρκα {η}
Mallorca {n}γεωγρ.
μάγισσα {η}
Hexe {f}
μαγκάλι {το}
Kohlenbecken {n}
μαγκανοπήγαδο {το}
Ziehbrunnen {m}
μάγκας {ο}
Typ {m} [ugs.] [Kerl, Bursche]
μάγμα {το}
Magma {n}γεωλ.
μαγματική τεκτονική {η}
Magmatektonik {f}γεωλ.
μαγνήσιο {το}
Magnesium {n}χημ.
μαγνήτης {ο}
Magnet {m}
μαγνητική ενέργεια {η}
magnetische Energie {f}φυσ.
μαγνητική πόλωση {η}
magnetische Polarisation {f}χημ.
μαγνητικό πλάτος {το}
magnetische Breite {f}
μαγνητικός
magnetisch
μαγνητικός άξονας {ο}
Magnetachse {f}γεωλ.
μαγνητικός πόλος {ο}
magnetischer Pol {m}γεωγρ.
Magnetpol {m}γεωγρ.
μαγνητόσφαιρα {η}
Magnetosphäre {f}αστρον.φυσ.
μάγος {ο}
Zauberer {m}
μάγουλο {το}
Backe {f} [ugs.]
Wange {f}
Μαδαγασκάρη {η}
Madagaskar {n}γεωγρ.
Μαδέρα {η}
Madeira {n}γεωγρ.
Μαδρίτη {η}
Madrid {n}γεωγρ.
μαδώ
rupfen
μάζα {η}
Masse {f}
μαζεύω
einsammeln
pflücken
roden [Kartoffeln]
μαζί
bei
gemeinsam
zusammen <zus.>
Μάης {ο} [κοιν.]
Mai {m}
μαθαίνω
lehren
lernen
μαθαίνω απ΄έξω
auswendig lernen
μάθημα {το}
Vorlesung {f}
μάθημα {το} [η διδασκαλία]
Unterricht {m}εκπαιδ.
μαθήματα ξένης γλώσσας {τα}
Sprachkurs {m}γλωσσ.εκπαιδ.
μαθηματικά {τα}
Mathematik {f} [Fachgebiet]μαθ.
μαθηματικές επιστήμες {οι}
Mathematik {f} [die Wissenschaft]μαθ.
μαθηματικός
mathematisch
μαθηματικός {ο}
Mathematiker {m}εργασίαμαθ.
μαθητευόμενος {ο}
Auszubildender {m} <Azubi>
Lehrling {m}
μαθητής {ο}
Schüler {m}
Μαθράκι {το}
Mathraki {n}γεωγρ.
μαία {η}
Hebamme {f}
μαιευτική κλινική {η}
Geburtsklinik {f}
μαιευτική λαβίδα {η}
Geburtszange {f}
μαϊμού {η}
Affe {m}
μαϊντανός {ο}
Petersilie {f}βοτ.γαστρ.T
Μάιος {ο}
Mai {m}
μαϊτνέριο {το} <Mt>
Meitnerium {n} <Mt>χημ.
μακάριο χαμόγελο {το}
glückseliges Lächeln {n}
μακάριος
glückselig
μακαριότητα {η} [ευτυχία]
Glückseligkeit {f}
μακαριότητα {η} [πνευματική ησυχία]
Gelassenheit {f}
μακαρόνια {τα}
Nudeln {pl}γαστρ.τρόφιμα
Spaghetti {pl}
Μακεδονία {η}
Makedonien {n}γεωγρ.ιστ.
Mazedonien {n}γεωγρ.
μακέτα {η}
Modell {m} (technisch)αρχιτ.
μακέτα {η} τραίνου
Modelleisenbahn {f}
μακιαβελισμός {ο}
Machiavellismus {m}πολιτ.φιλοσ.ψυχολ.
Μάκρη {η}
Makri {n}γεωγρ.
μακριά
fern
weit
μακριά από
weit von [+Dat.]
μακρινός
entfernt [fern]
μακροκυτταρική αναιμία {η}
makrozytäre Anämie {f}ιατρ.
μακρομόριο {το}
Makromolekül {n}χημ.
Μακρόνησος {η}
Makronisos {n}γεωγρ.
Μακροπούλα {η}
Makropoula {n}γεωγρ.
μακροπρόθεσμα
auf lange Sicht
μακροφάγο {το}
Makrophage {m}βιολ.
μακροχρόνιος
langjährig
μακρύς
lang
μακρύς περονιαίος μυς {ο}
langer Wadenbeinmuskel {m}ανατ.
Μαλαισία {η}
Malaysia {n}γεωγρ.
μαλάκας {ο}
Wichser {m} [vulg.]
μαλακιοζωολογία {η}
Malakozoologie {f}ζωολ.
μαλακιολογία {η}
Malakologie {f}επιστήμηζωολ.
μαλακός
sanft [Umgang]
weich
μαλακτήρας {ο} σκυροδέματος
Betonmischer {m} [LKW]
μάaber
Μα αυτό είναι ανήκουστο!Das ist ja ungeheuerlich!
μαγαζί {το}Laden {m}
χημ.
μαγγάνιο {το}
Mangan {n}
γαστρ.εργασία
μάγειρας {ο}
Koch {m}
μαγείρεμα {το}Kochen {n}
μαγειρεύωkochen
μαγευτικόςzauberhaft
μαγεύωfaszinieren
μαγεύωzaubern
μαγιά {η}Bierhefe {f}
γαστρ.
μαγιά {η}
Hefe {f}
μάγια {τα}Zauber {m} [Magie]
μαγική λέξη {η}Zauberwort {n}
μαγική ράβδος {η}Zauberstab {m}
γεωγρ.
Μαγιόρκα {η}
Mallorca {n}
μάγισσα {η}Hexe {f}
μαγκάλι {το}Kohlenbecken {n}
μαγκανοπήγαδο {το}Ziehbrunnen {m}
μάγκας {ο}Typ {m} [ugs.] [Kerl, Bursche]
γεωλ.
μάγμα {το}
Magma {n}
γεωλ.
μαγματική τεκτονική {η}
Magmatektonik {f}
χημ.
μαγνήσιο {το}
Magnesium {n}
μαγνήτης {ο}Magnet {m}
φυσ.
μαγνητική ενέργεια {η}
magnetische Energie {f}
χημ.
μαγνητική πόλωση {η}
magnetische Polarisation {f}
μαγνητικό πλάτος {το}magnetische Breite {f}
μαγνητικόςmagnetisch
γεωλ.
μαγνητικός άξονας {ο}
Magnetachse {f}
γεωγρ.
μαγνητικός πόλος {ο}
magnetischer Pol {m}
γεωγρ.
μαγνητικός πόλος {ο}
Magnetpol {m}
αστρον.φυσ.
μαγνητόσφαιρα {η}
Magnetosphäre {f}
μάγος {ο}Zauberer {m}
μάγουλο {το}Backe {f} [ugs.]
μάγουλο {το}Wange {f}
γεωγρ.
Μαδαγασκάρη {η}
Madagaskar {n}
γεωγρ.
Μαδέρα {η}
Madeira {n}
γεωγρ.
Μαδρίτη {η}
Madrid {n}
μαδώrupfen
μάζα {η}Masse {f}
μαζεύωeinsammeln
μαζεύωpflücken
μαζεύωroden [Kartoffeln]
μαζίbei
μαζίgemeinsam
μαζίzusammen <zus.>
Μάης {ο} [κοιν.]Mai {m}
μαθαίνωlehren
μαθαίνωlernen
μαθαίνω απ΄έξωauswendig lernen
μάθημα {το}Vorlesung {f}
εκπαιδ.
μάθημα {το} [η διδασκαλία]
Unterricht {m}
γλωσσ.εκπαιδ.
μαθήματα ξένης γλώσσας {τα}
Sprachkurs {m}
μαθ.
μαθηματικά {τα}
Mathematik {f} [Fachgebiet]
μαθ.
μαθηματικές επιστήμες {οι}
Mathematik {f} [die Wissenschaft]
μαθηματικόςmathematisch
εργασίαμαθ.
μαθηματικός {ο}
Mathematiker {m}
μαθητευόμενος {ο}Auszubildender {m} <Azubi>
μαθητευόμενος {ο}Lehrling {m}
μαθητής {ο}Schüler {m}
γεωγρ.
Μαθράκι {το}
Mathraki {n}
μαία {η}Hebamme {f}
μαιευτική κλινική {η}Geburtsklinik {f}
μαιευτική λαβίδα {η}Geburtszange {f}
μαϊμού {η}Affe {m}
βοτ.γαστρ.T
μαϊντανός {ο}
Petersilie {f}
Μάιος {ο}Mai {m}
χημ.
μαϊτνέριο {το} <Mt>
Meitnerium {n} <Mt>
μακάριο χαμόγελο {το}glückseliges Lächeln {n}
μακάριοςglückselig
μακαριότητα {η} [ευτυχία]Glückseligkeit {f}
μακαριότητα {η} [πνευματική ησυχία]Gelassenheit {f}
γαστρ.τρόφιμα
μακαρόνια {τα}
Nudeln {pl}
μακαρόνια {τα}Spaghetti {pl}
γεωγρ.ιστ.
Μακεδονία {η}
Makedonien {n}
γεωγρ.
Μακεδονία {η}
Mazedonien {n}
αρχιτ.
μακέτα {η}
Modell {m} (technisch)
μακέτα {η} τραίνουModelleisenbahn {f}
πολιτ.φιλοσ.ψυχολ.
μακιαβελισμός {ο}
Machiavellismus {m}
γεωγρ.
Μάκρη {η}
Makri {n}
μακριάfern
μακριάweit
μακριά απόweit von [+Dat.]
μακρινόςentfernt [fern]
ιατρ.
μακροκυτταρική αναιμία {η}
makrozytäre Anämie {f}
χημ.
μακρομόριο {το}
Makromolekül {n}
γεωγρ.
Μακρόνησος {η}
Makronisos {n}
γεωγρ.
Μακροπούλα {η}
Makropoula {n}
μακροπρόθεσμαauf lange Sicht
βιολ.
μακροφάγο {το}
Makrophage {m}
μακροχρόνιοςlangjährig
μακρύςlang
ανατ.
μακρύς περονιαίος μυς {ο}
langer Wadenbeinmuskel {m}
γεωγρ.
Μαλαισία {η}
Malaysia {n}
μαλάκας {ο}Wichser {m} [vulg.]
ζωολ.
μαλακιοζωολογία {η}
Malakozoologie {f}
επιστήμηζωολ.
μαλακιολογία {η}
Malakologie {f}
μαλακόςsanft [Umgang]
μαλακόςweich
μαλακτήρας {ο} σκυροδέματοςBetonmischer {m} [LKW]
Seite 1 von 9 für den Buchstaben Μ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025