Seite 1 von 3 für den Buchstaben Ν im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Να είσαι προσεκτικός!
Sei vorsichtig!
να προσεχεις
pass aufιδίωμα
Να σας συστήσω...
Darf ich vorstellen, ...
να σου πω
hör malιδίωμα
Να το πάρει το ποτάμι
Ich gebe auf. (Sag mir die Antwort.)ιδίωμα
ναι
ja
Ναμίμπια {η}
Namibia {n}γεωγρ.
νανογέρακο {το} [Falco columbarius]
Merlin {m}ορν.T
νανόμετρο {το}
Nanometer {n}
νανόμπουφος {ο} [Asio otus]
Waldohreule {f}ορν.T
νάνος {ο}
Zwerg {m}
νανοτεχνολογία {η}
Nanotechnologie {f}επιστήμητεχνολογ
Νάξος {η}
Naxos {n}γεωγρ.
ναός {ο} [ειδωλολατρικός]
Tempel {m}
ναός {ο} [χριστιανικός]
Kirche {f}θρησκ.
Ναούρου {το}
Nauru {n}γεωγρ.
νάρκη {η}
Mine {f}στρατ.
ναρκοπέδιο {το} [και μεταφ.]
Minenfeld {n} [auch fig.]στρατ.
νάρκωση {η}
Betäubung {f}ιατρ.
Narkose {f}ιατρ.
ναρκωτικό {το}
Droge {f}
νάτριο {το} <Na>
Natrium {n} <Na>χημ.
ναυαγώ
Schiffbruch erleiden
ναυαγώ [μεταφ.]
scheitern
ναυμαχία {η}
Seeschlacht {f}
ναύτης {ο}
Matrose {m}
Seemann {m}εργασίαναυτ.
ναυτική {η}
Nautik {f}ναυτ.
ναυτική δύναμη {η}
Seemacht {f}ναυτ.
ναυτικό {το}
Marine {f}
ναυτικός {ο}
Seemann {m}
ναυτιλία {η}
Schifffahrt {f}ναυτ.
νέα {τα}
Nachrichten {pl}
Νέα Ζηλανδία {η}
Neuseeland {n}γεωγρ.
νέα τεχνολογία {η}
Zukunftstechnologie {f}
Νέα Υόρκη {η} [πολιτεία]
New York {n} [Bundesstaat]γεωγρ.
νεανική βία {η}
Jugendgewalt {f}
νεανικός
jugendlich [jung wirkend]
Νεάπολη {η}
Neapel {n}γεωγρ.
νεαρός
jugendlich [Altersstufe]
Νεβάδα {η} [πολιτεία]
Nevada {n} [Bundesstaat]γεωγρ.
Νείλος {ο}
Nil {m}γεωγρ.
νεκροκεφαλή {η}
Totenkopf {m}
νεκρός
tot
νεκροταφείο {το}
Friedhof {m} [Kirchhof]
νεκροτόμος {ο}
Pathologe {m}ιατρ.
νεκροφοβία {η}
Nekrophobie {f}
νεκροψία {η}
Obduktion {f}
νέκρωση {η}
Nekrose {f}ιατρ.
Νέμεσις {η}
Nemesis {f}μυθολ.
Νεμπράσκα {η} [πολιτεία]
Nebraska {n} [Bundesstaat]γεωγρ.
νέο {το}
Neuigkeit {f}
Νέο Μεξικό {το} [πολιτεία]
New Mexico {n} [Bundesstaat]γεωγρ.
νεογνικός ίκτερος {ο}
Neugeborenengelbsucht {f}ιατρ.
νεοδύμιο {το}
Neodym {n}χημ.
νεοκαντιανισμός {ο}
Neukantianismus {m}φιλοσ.
νεολαία {η}
Jugend {f}
νεολογισμός {ο}
Neuschöpfung {f}γλωσσ.
νέον {το}
Neon {n}χημ.
νεόπλασμα {το}
Neoplasma {n}ιατρ.
νεοπλατωνισμός {ο}
Neuplatonismus {m}φιλοσ.
νέος
jung
neu
νέος [πρόσφατος]
frisch
νέος {ο}
Jugendlicher {m}
νεοτεκτονική {η}
Neotektonik {f}
νεότητα {η}
Jugend {f}
νεοφιλελευθερισμός {ο}
Neoliberalismus {m}οικον.πολιτ.
Νεπάλ {το}
Nepal {n}γεωγρ.
νεπτούνιο {το}
Neptunium {n}χημ.
νεράιδα {η}
Fee {f}
νεράντζι {το}
Pomeranze {f}βοτ.T
νερό {το}
Wasser {n}
νερό {το} χωρίς ανθρακικό
Wasser {n} ohne Kohlensäure
νεροδεσιά {η}
Damm {m}
νερολαδιά {η}
Wasserfleck {m}
νερόλη {η}
Nerol {n}χημ.
νερολί {το} [άκλ.]
Neroliöl {n}
νερομάνα {η}
Hauptquelle {f}
νερουλάς {ο} [μεταφορέας]
Wasserträger {m}
νερουλός
wässrig
νερόφιδο {το}
Wasserschlange {f}ζωολ.T
νεροχελώνα {η}
Wasserschildkröte {f}ζωολ.T
Νεστοριανισμός {ο}
Nestorianismus {m}θρησκ.ιστ.
νετρόνιο {το}
Neutron {n}φυσ.
νευράξονας {ο}
Axon {n}βιολ.
νευριάζω
sich aufregen
νευρική ανορεξία {η}
Magersucht {f}
νευρική ώθηση {η}
Nervenimpuls {m}
νευρικό σύστημα {το}
Nervensystem {n}
νευρικός
nervös
νευρικός κλονισμός {ο}
Nervenzusammenbruch {m}ψυχολ.
νευρόπλασμα {το}
Neuroplasma {n}
νεφελώδης
bedeckt [bewölkt]μετεωρ.
νεφρική ανεπάρκεια {η}
Niereninsuffizienz {f}
νεφρό {το}
Niere {f}ανατ.
νεφώση {η}
Bewölkung {f}
Νηλέας {ο}
Neleus {m}μυθολ.
νηματοειδής
fadenförmig
νηπιαγωγείο {το}
Kindergarten {m}εκπαιδ.
Να είσαι προσεκτικός!Sei vorsichtig!
ιδίωμα
να προσεχεις
pass auf
Να σας συστήσω...Darf ich vorstellen, ...
ιδίωμα
να σου πω
hör mal
ιδίωμα
Να το πάρει το ποτάμι
Ich gebe auf. (Sag mir die Antwort.)
ναιja
γεωγρ.
Ναμίμπια {η}
Namibia {n}
ορν.T
νανογέρακο {το} [Falco columbarius]
Merlin {m}
νανόμετρο {το}Nanometer {n}
ορν.T
νανόμπουφος {ο} [Asio otus]
Waldohreule {f}
νάνος {ο}Zwerg {m}
επιστήμητεχνολογ
νανοτεχνολογία {η}
Nanotechnologie {f}
γεωγρ.
Νάξος {η}
Naxos {n}
ναός {ο} [ειδωλολατρικός]Tempel {m}
θρησκ.
ναός {ο} [χριστιανικός]
Kirche {f}
γεωγρ.
Ναούρου {το}
Nauru {n}
στρατ.
νάρκη {η}
Mine {f}
στρατ.
ναρκοπέδιο {το} [και μεταφ.]
Minenfeld {n} [auch fig.]
ιατρ.
νάρκωση {η}
Betäubung {f}
ιατρ.
νάρκωση {η}
Narkose {f}
ναρκωτικό {το}Droge {f}
χημ.
νάτριο {το} <Na>
Natrium {n} <Na>
ναυαγώSchiffbruch erleiden
ναυαγώ [μεταφ.]scheitern
ναυμαχία {η}Seeschlacht {f}
ναύτης {ο}Matrose {m}
εργασίαναυτ.
ναύτης {ο}
Seemann {m}
ναυτ.
ναυτική {η}
Nautik {f}
ναυτ.
ναυτική δύναμη {η}
Seemacht {f}
ναυτικό {το}Marine {f}
ναυτικός {ο}Seemann {m}
ναυτ.
ναυτιλία {η}
Schifffahrt {f}
νέα {τα}Nachrichten {pl}
γεωγρ.
Νέα Ζηλανδία {η}
Neuseeland {n}
νέα τεχνολογία {η}Zukunftstechnologie {f}
γεωγρ.
Νέα Υόρκη {η} [πολιτεία]
New York {n} [Bundesstaat]
νεανική βία {η}Jugendgewalt {f}
νεανικόςjugendlich [jung wirkend]
γεωγρ.
Νεάπολη {η}
Neapel {n}
νεαρόςjugendlich [Altersstufe]
γεωγρ.
Νεβάδα {η} [πολιτεία]
Nevada {n} [Bundesstaat]
γεωγρ.
Νείλος {ο}
Nil {m}
νεκροκεφαλή {η}Totenkopf {m}
νεκρόςtot
νεκροταφείο {το}Friedhof {m} [Kirchhof]
ιατρ.
νεκροτόμος {ο}
Pathologe {m}
νεκροφοβία {η}Nekrophobie {f}
νεκροψία {η}Obduktion {f}
ιατρ.
νέκρωση {η}
Nekrose {f}
μυθολ.
Νέμεσις {η}
Nemesis {f}
γεωγρ.
Νεμπράσκα {η} [πολιτεία]
Nebraska {n} [Bundesstaat]
νέο {το}Neuigkeit {f}
γεωγρ.
Νέο Μεξικό {το} [πολιτεία]
New Mexico {n} [Bundesstaat]
ιατρ.
νεογνικός ίκτερος {ο}
Neugeborenengelbsucht {f}
χημ.
νεοδύμιο {το}
Neodym {n}
φιλοσ.
νεοκαντιανισμός {ο}
Neukantianismus {m}
νεολαία {η}Jugend {f}
γλωσσ.
νεολογισμός {ο}
Neuschöpfung {f}
χημ.
νέον {το}
Neon {n}
ιατρ.
νεόπλασμα {το}
Neoplasma {n}
φιλοσ.
νεοπλατωνισμός {ο}
Neuplatonismus {m}
νέοςjung
νέοςneu
νέος [πρόσφατος]frisch
νέος {ο}Jugendlicher {m}
νεοτεκτονική {η}Neotektonik {f}
νεότητα {η}Jugend {f}
οικον.πολιτ.
νεοφιλελευθερισμός {ο}
Neoliberalismus {m}
γεωγρ.
Νεπάλ {το}
Nepal {n}
χημ.
νεπτούνιο {το}
Neptunium {n}
νεράιδα {η}Fee {f}
βοτ.T
νεράντζι {το}
Pomeranze {f}
νερό {το}Wasser {n}
νερό {το} χωρίς ανθρακικόWasser {n} ohne Kohlensäure
νεροδεσιά {η}Damm {m}
νερολαδιά {η}Wasserfleck {m}
χημ.
νερόλη {η}
Nerol {n}
νερολί {το} [άκλ.]Neroliöl {n}
νερομάνα {η}Hauptquelle {f}
νερουλάς {ο} [μεταφορέας]Wasserträger {m}
νερουλόςwässrig
ζωολ.T
νερόφιδο {το}
Wasserschlange {f}
ζωολ.T
νεροχελώνα {η}
Wasserschildkröte {f}
θρησκ.ιστ.
Νεστοριανισμός {ο}
Nestorianismus {m}
φυσ.
νετρόνιο {το}
Neutron {n}
βιολ.
νευράξονας {ο}
Axon {n}
νευριάζωsich aufregen
νευρική ανορεξία {η}Magersucht {f}
νευρική ώθηση {η}Nervenimpuls {m}
νευρικό σύστημα {το}Nervensystem {n}
νευρικόςnervös
ψυχολ.
νευρικός κλονισμός {ο}
Nervenzusammenbruch {m}
νευρόπλασμα {το}Neuroplasma {n}
μετεωρ.
νεφελώδης
bedeckt [bewölkt]
νεφρική ανεπάρκεια {η}Niereninsuffizienz {f}
ανατ.
νεφρό {το}
Niere {f}
νεφώση {η}Bewölkung {f}
μυθολ.
Νηλέας {ο}
Neleus {m}
νηματοειδήςfadenförmig
εκπαιδ.
νηπιαγωγείο {το}
Kindergarten {m}
Seite 1 von 3 für den Buchstaben Ν im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025