dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 4 für den Buchstaben
Ο
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/4 für
Ο
ο
das
der
ο εαυτός του
er selber
[ugs.]
er selbst
ο Θεός φυλάξοι!
Gott bewahre!
ο ίδιος
derselbe
ο Μέγας Αλέξανδρος
Alexander der Große
ιστ.
όαση
{η}
Oase
{f}
γεωγρ.
οβάλ
oval
οβίδα
{η}
Granate
{f}
ογδόντα
achtzig
ογκολογία
{η}
Onkologie
{f}
επιστήμη
ιατρ.
όγκος
{ο}
Volumen
{n}
μαθ.
φυσ.
οδήγηση
{η}
Steuerung
{f}
οδηγίες
{οι}
Anleitung
{f}
[Gebrauchsanleitung]
οδηγίες
{οι}
πλυσίματος
Waschanleitung
{f}
οδηγός
{ο}
Fahrer
{m}
οδηγός
{ο}
λεωφορείου
Busfahrer
{m}
εργασία
συγκοι
οδηγός
{ο}
σπουδών
Studienführer
{m}
οδηγώ
fahren
οδική βοήθεια
{η}
Pannendienst
{m}
αυτοκιν.
συγκοι
οδική μεταφορά
{η}
οδικό σήμα
Verkehrsschild
{n}
οδοντίατρος
{ο}
Zahnarzt
{m}
οδοντικό νήμα
{το}
Zahnseide
{f}
οδοντόβουρτσα
{η}
Zahnbürste
{f}
οδοντόκρεμα
Zahnpasta
{f}
οδοντόπαστα
Zahnpasta
{f}
οδοντοτεχνίτης
{ο}
Zahntechniker
{m}
οδοντωτός μυς
{ο}
Sägemuskel
{m}
ανατ.
οδοντωτός σιδηρόδρομος
{ο}
Zahnradbahn
{f}
συγκοι
οδός
{η}
Straße
{f}
οδοστρωτήρας
{ο}
Straßenwalze
{f}
τεχνολογ
οδυρμός
{ο}
Wehklagen
{n}
οδύσσεια
{η}
Irrfahrt
{f}
οθόνη
{η}
Bildschirm
{m}
πλρφκ.
Monitor
{m}
πλρφκ.
οθόνη
{η}
ραντάρ
Radarschirm
{m}
Οθωμανική αυτοκρατορία
{η}
Osmanisches Reich
{n}
ιστ.
οι ηλεκτρικές συσκευές μας έχουν εγγύηση ενός έτους
unsere Elektrogeräte haben ein Jahr Garantie
οι Ηράκλειες Στήλες
die Säulen des Herkules
οι συνθήκες
Zustände
{pl}
Οι τραγωδίες του Σοφοκλή
Die Tragödien des Sophokles
οικειότητα
{η}
Vertrautheit
{f}
οικιακή οικονομία
{η}
Hauswirtschaft
{f}
οικον.
οικογένεια
{η}
Familie
{f}
<Fam.>
οικογένεια
{η}
που φιλοξενεί
Gastfamilie
{f}
οικογενειακή περιουσία
{η}
Familienvermögen
{n}
οικογενειακή υπόθεση
{η}
Familienangelegenheit
{f}
οικογενειακό έμβλημα
{το}
Familienwappen
{n}
οικογενειάρχης
{ο}
Familienoberhaupt
{n}
οικοδεσπότης
{ο}
Gastgeber
{m}
οικοδομή
{η}
Gebäude
{n}
οικοδομική εταιρεία
{η}
Bauunternehmen
{n}
οικον.
οικοδομικός τομέας
{ο}
Bausektor
{m}
οικολογία
{η}
Ökologie
{f}
οικολ.
οικολογικό σύστημα
{το}
Ökosystem
{n}
οικολ.
οικονομία
{η}
Ökonomie
{f}
οικον.
Wirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
[κέρδος]
Ersparnis
{f}
οικονομία
{η}
[φειδώ στα έξοδα]
Sparsamkeit
{f}
οικονομία
{η}
ελεύθερης αγοράς
freie Marktwirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
κεντρικού σχεδιασμού
Planwirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
συντήρησης
Subsistenzwirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
συντονισμού
konzertierte Wirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
της πόλης
städtische Wirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
χρόνου
Zeitersparnis
{f}
οικονομικές επιστήμες
{οι}
Wirtschaftswissenschaften
{pl}
οικονομική ανάπτυξη
{η}
Wirtschaftswachstum
{n}
οικον.
οικονομική διάσκεψη
{η}
Wirtschaftskonferenz
{f}
οικον.
οικονομική εξέλιξη
{η}
wirtschaftliche Entwicklung
{f}
οικον.
οικονομική κάμψη
{η}
Depression
{f}
οικον.
οικονομική περιοχή
{η}
Wirtschaftsraum
{m}
οικον.
οικονομικό σύστημα
{το}
Wirtschaftssystem
{n}
οικον.
οικονομικός
preiswert
wirtschaftlich
οικον.
οικονομικός τομέας
{ο}
Wirtschaftssektor
{m}
οικονόμος
sparsam
οικονόμος
{η}
[σπιτιού]
Haushälterin
{f}
οικόπεδο
{το}
Grundstück
{n}
οικόπεδο
{το}
[οικοδομήσιμο]
Bauland
{n}
οικόσημο
{το}
Familienwappen
{n}
οικόσιτο ζώο
{το}
[επίσ.]
Haustier
{n}
ζωολ.
οινολογία
{η}
Önologie
{f}
επιστήμη
οινο.
Weinkunde
{f}
επιστήμη
οινο.
οινοπαραγωγός περιοχή
{η}
Weingebiet
{n}
οινοπνευματοποιείο
{το}
Schnapsbrennerei
{f}
οινοπωλείο
{το}
Weinhandlung
{f}
εμπόρ.
οίνος
{ο}
[επίσ.]
Wein
{m}
οισοφάγος
{ο}
Speiseröhre
{f}
ανατ.
Οκλαχόμα
{η}
[πολιτεία]
Oklahoma
{n}
[Bundesstaat]
γεωγρ.
οκνηρία
{η}
Faulheit
{f}
οκνηρός
faul
Οκρίβας
{ο}
[αστερισμός]
Maler
{m}
[Sternbild]
αστρον.
Οκτάς
{ο}
[αστερισμός]
Oktant
{m}
[Sternbild]
αστρον.
οκτώ
acht
Οκτώβριος
{ο}
Oktober
{m}
<Okt.>
όλα
alles
ολέθριος
verheerend
όλη την ημέρα
den ganzen Tag
«
⇄
»
Seite 1/4 für
Ο
ο
das
ο
der
ο εαυτός του
er selber
[ugs.]
ο εαυτός του
er selbst
ο Θεός φυλάξοι!
Gott bewahre!
ο ίδιος
derselbe
ιστ.
ο Μέγας Αλέξανδρος
Alexander der Große
γεωγρ.
όαση
{η}
Oase
{f}
οβάλ
oval
οβίδα
{η}
Granate
{f}
ογδόντα
achtzig
επιστήμη
ιατρ.
ογκολογία
{η}
Onkologie
{f}
μαθ.
φυσ.
όγκος
{ο}
Volumen
{n}
οδήγηση
{η}
Steuerung
{f}
οδηγίες
{οι}
Anleitung
{f}
[Gebrauchsanleitung]
οδηγίες
{οι}
πλυσίματος
Waschanleitung
{f}
οδηγός
{ο}
Fahrer
{m}
εργασία
συγκοι
οδηγός
{ο}
λεωφορείου
Busfahrer
{m}
οδηγός
{ο}
σπουδών
Studienführer
{m}
οδηγώ
fahren
αυτοκιν.
συγκοι
οδική βοήθεια
{η}
Pannendienst
{m}
οδική μεταφορά
{η}
οδικό σήμα
Verkehrsschild
{n}
οδοντίατρος
{ο}
Zahnarzt
{m}
οδοντικό νήμα
{το}
Zahnseide
{f}
οδοντόβουρτσα
{η}
Zahnbürste
{f}
οδοντόκρεμα
Zahnpasta
{f}
οδοντόπαστα
Zahnpasta
{f}
οδοντοτεχνίτης
{ο}
Zahntechniker
{m}
ανατ.
οδοντωτός μυς
{ο}
Sägemuskel
{m}
συγκοι
οδοντωτός σιδηρόδρομος
{ο}
Zahnradbahn
{f}
οδός
{η}
Straße
{f}
τεχνολογ
οδοστρωτήρας
{ο}
Straßenwalze
{f}
οδυρμός
{ο}
Wehklagen
{n}
οδύσσεια
{η}
Irrfahrt
{f}
πλρφκ.
οθόνη
{η}
Bildschirm
{m}
πλρφκ.
οθόνη
{η}
Monitor
{m}
οθόνη
{η}
ραντάρ
Radarschirm
{m}
ιστ.
Οθωμανική αυτοκρατορία
{η}
Osmanisches Reich
{n}
οι ηλεκτρικές συσκευές μας έχουν εγγύηση ενός έτους
unsere Elektrogeräte haben ein Jahr Garantie
οι Ηράκλειες Στήλες
die Säulen des Herkules
οι συνθήκες
Zustände
{pl}
Οι τραγωδίες του Σοφοκλή
Die Tragödien des Sophokles
οικειότητα
{η}
Vertrautheit
{f}
οικον.
οικιακή οικονομία
{η}
Hauswirtschaft
{f}
οικογένεια
{η}
Familie
{f}
<Fam.>
οικογένεια
{η}
που φιλοξενεί
Gastfamilie
{f}
οικογενειακή περιουσία
{η}
Familienvermögen
{n}
οικογενειακή υπόθεση
{η}
Familienangelegenheit
{f}
οικογενειακό έμβλημα
{το}
Familienwappen
{n}
οικογενειάρχης
{ο}
Familienoberhaupt
{n}
οικοδεσπότης
{ο}
Gastgeber
{m}
οικοδομή
{η}
Gebäude
{n}
οικον.
οικοδομική εταιρεία
{η}
Bauunternehmen
{n}
οικοδομικός τομέας
{ο}
Bausektor
{m}
οικολ.
οικολογία
{η}
Ökologie
{f}
οικολ.
οικολογικό σύστημα
{το}
Ökosystem
{n}
οικον.
οικονομία
{η}
Ökonomie
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
Wirtschaft
{f}
οικονομία
{η}
[κέρδος]
Ersparnis
{f}
οικονομία
{η}
[φειδώ στα έξοδα]
Sparsamkeit
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
ελεύθερης αγοράς
freie Marktwirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
κεντρικού σχεδιασμού
Planwirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
συντήρησης
Subsistenzwirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
συντονισμού
konzertierte Wirtschaft
{f}
οικον.
οικονομία
{η}
της πόλης
städtische Wirtschaft
{f}
οικονομία
{η}
χρόνου
Zeitersparnis
{f}
οικονομικές επιστήμες
{οι}
Wirtschaftswissenschaften
{pl}
οικον.
οικονομική ανάπτυξη
{η}
Wirtschaftswachstum
{n}
οικον.
οικονομική διάσκεψη
{η}
Wirtschaftskonferenz
{f}
οικον.
οικονομική εξέλιξη
{η}
wirtschaftliche Entwicklung
{f}
οικον.
οικονομική κάμψη
{η}
Depression
{f}
οικον.
οικονομική περιοχή
{η}
Wirtschaftsraum
{m}
οικον.
οικονομικό σύστημα
{το}
Wirtschaftssystem
{n}
οικονομικός
preiswert
οικον.
οικονομικός
wirtschaftlich
οικονομικός τομέας
{ο}
Wirtschaftssektor
{m}
οικονόμος
sparsam
οικονόμος
{η}
[σπιτιού]
Haushälterin
{f}
οικόπεδο
{το}
Grundstück
{n}
οικόπεδο
{το}
[οικοδομήσιμο]
Bauland
{n}
οικόσημο
{το}
Familienwappen
{n}
ζωολ.
οικόσιτο ζώο
{το}
[επίσ.]
Haustier
{n}
επιστήμη
οινο.
οινολογία
{η}
Önologie
{f}
επιστήμη
οινο.
οινολογία
{η}
Weinkunde
{f}
οινοπαραγωγός περιοχή
{η}
Weingebiet
{n}
οινοπνευματοποιείο
{το}
Schnapsbrennerei
{f}
εμπόρ.
οινοπωλείο
{το}
Weinhandlung
{f}
οίνος
{ο}
[επίσ.]
Wein
{m}
ανατ.
οισοφάγος
{ο}
Speiseröhre
{f}
γεωγρ.
Οκλαχόμα
{η}
[πολιτεία]
Oklahoma
{n}
[Bundesstaat]
οκνηρία
{η}
Faulheit
{f}
οκνηρός
faul
αστρον.
Οκρίβας
{ο}
[αστερισμός]
Maler
{m}
[Sternbild]
αστρον.
Οκτάς
{ο}
[αστερισμός]
Oktant
{m}
[Sternbild]
οκτώ
acht
Οκτώβριος
{ο}
Oktober
{m}
<Okt.>
όλα
alles
ολέθριος
verheerend
όλη την ημέρα
den ganzen Tag
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 4 für den Buchstaben
Ο
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025