dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 7 für den Buchstaben
Τ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/7 für
Τ
Τα κατάφερα! Επιτέλους!
Endlich geschafft!
ιδίωμα
Τα λέμε!
Bis bald!
Τα λέμε.
Bis später.
τα πάντα
alles
τα πολυλογώ
weitschweifig werden
τα πρωινά
vormittags
ταβάνι
{το}
Decke
{f}
αρχιτ.
Zimmerdecke
{f}
τάβλι
{το}
Backgammon
{n}
ταγκό
{το}
Tango
{m}
τάζω
geloben
versprechen
ταΐζω
füttern
Ταϊλάνδη
{η}
Thailand
{n}
γεωγρ.
ταινία
{η}
Film
{m}
ταινιόδρομος
{ο}
Förderband
{n}
ταίρι
{το}
Gegenstück
{n}
ταιριάζω
passen
zusammenpassen
ταιριάζω
[τακτοποιώ]
regeln, in Ordnung bringen
ταίριασμα
{το}
Zusammenpassen
{n}
ταιριαστός
zusammenpassend
τακάκι
{το}
φρένου
Bremsbelag
{m}
αυτοκιν.
τακούνι
{το}
Absatz
{m}
[am Schuh]
τακτικός
regelmäßig
τακτοποιώ
ordnen
τακτοποιώ
[κανονίζω]
regeln
ταλαιπωρία
{η}
Strapaze
{f}
ταλάντωση
{η}
Oszillation
{f}
γεωλ.
φυσ.
Schwingung
{f}
φυσ.
ταμάρινθος
{η}
Tamarinde
{f}
βοτ.
ταμειακή απόδειξη
{η}
Kassenzettel
{m}
ταμείο
{το}
Kasse
{f}
[im Laden, Restaurant, etc.]
ταμείο
{το}
πριν την παράσταση
Abendkasse
{f}
θέατρο
ταμείο
{το}
υγείας
Krankenkasse
{f}
ταμίας
{ο}
Kassierer
{m}
ταμπέλα
{η}
Ladenschild
{n}
τάνγκα
{το}
Tanga
{m}
[Slip]
Τανζανία
{η}
Tansania
{n}
γεωγρ.
ταντάλιο
{το}
<Ta>
Tantal
{n}
<Ta>
χημ.
τάξη
{η}
Klasse
{f}
[Schulklasse, in Gesellschaft]
ταξί
{ο}
Taxi
{n}
[schweiz. auch:
{m}
]
ταξιδεύω
reisen
ταξίδι
{το}
Ausflug
{m}
Reise
{f}
ταξίδι
{το}
με αυτοκίνητο
Autofahrt
{f}
ταξίδι
{το}
με τρένο
Bahnfahrt
{f}
Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων
[Χαγιάο Μιγιαζάκι]
Chihiros Reise ins Zauberland
[Hayao Miyazaki]
ταξιδιωτικό γραφείο
{το}
Reisebüro
{n}
τουρ.
ταξική κοινωνία
{η}
Klassengesellschaft
{f}
ταξίμετρο
{το}
Taxameter
{n}
ταξινόμηση
{η}
Zuordnung
{f}
ταξινομώ
bestimmen
[zuordnen]
βιολ.
ordnen
ταξιτζής
{ο}
Taxifahrer
{m}
εργασία
ταοϊσμός
{ο}
Daoismus
{m}
θρησκ.
φιλοσ.
Ταοϊσμός
{ο}
Taoismus
{m}
θρησκ.
φιλοσ.
τάπα
{η}
Stöpsel
{m}
ταπεινός
bescheiden
ταπεινός
[τιποτένιος]
niederträchtig
ταπεινοφροσύνη
{η}
Bescheidenheit
{f}
ταραγμένος
verwirrt
ταραξάκο
{το}
Gewöhnlicher Löwenzahn
{m}
βοτ.
T
ταράτσα
{η}
Terrasse
{f}
ταραχή
{η}
Erschütterung
{f}
[Ergriffenheit]
ταρσός
{ο}
Spann
{m}
Τάρταρος
{ο}
Tartaros
{m}
μυθολ.
τασάκι
{το}
Aschenbecher
{m}
τάση
{η}
Spannung
{f}
Tendenz
{f}
τάσσω
festlegen
Τατζικιστάν
{το}
Tadschikistan
{n}
γεωγρ.
Ταύρος
{ο}
[αστερισμός]
Stier
{m}
[Sternbild]
αστρον.
ταυτότητα
{η}
Ausweis
{m}
Personalausweis
{m}
ταυτόχρονα
gleichzeitig
ταυτόχρονος
gleichzeitig
ταυτοχρόνως
gleichzeitig
τάφρος
{ο}
Graben
{m}
τάφρος
{ο}
[στα βάθη θάλασσας]
Tiefseegraben
{m}
ταχόμετρο
{το}
Tachometer
{m}
{n}
ταχυδρομείο
{το}
[κτήριο]
Postamt
{n}
ταχυδρομική επιταγή
{η}
Postscheck
{m}
ταχυδρομικός κώδικας
{ο}
Postleitzahl
{f}
ταχυδρόμος
{η}
Briefträgerin
{f}
ταχυδρόμος
{ο}
Briefträger
{m}
ταχυκαρδία
{η}
Herzrasen
{n}
Tachykardie
{f}
ιατρ.
ταχύς
schnell
ταχύτητα
{η}
Gang
{m}
[Auto]
Geschwindigkeit
{f}
ταχύτητα
{η}
του φωτός
Lichtgeschwindigkeit
{f}
φυσ.
Ταώς
{ο}
[αστερισμός]
Pfau
{m}
[Sternbild]
αστρον.
τείνω
[απλώνω]
ausstrecken
τείνω προς
neigen zu
τείχη
{τα}
της πόλης
Stadtmauer
{f}
τέκνα
{τα}
Kinder
{pl}
τεκτονική
{η}
Tektonik
{f}
τεκτονική
{η}
των παγετώνων
Glazialtektonik
{f}
γεωλ.
τεκτονική
{η}
των πλακών
Plattentektonik
{f}
γεωλ.
«
⇄
»
Seite 1/7 für
Τ
ιδίωμα
Τα κατάφερα! Επιτέλους!
Endlich geschafft!
Τα λέμε!
Bis bald!
Τα λέμε.
Bis später.
τα πάντα
alles
τα πολυλογώ
weitschweifig werden
τα πρωινά
vormittags
αρχιτ.
ταβάνι
{το}
Decke
{f}
ταβάνι
{το}
Zimmerdecke
{f}
τάβλι
{το}
Backgammon
{n}
ταγκό
{το}
Tango
{m}
τάζω
geloben
τάζω
versprechen
ταΐζω
füttern
γεωγρ.
Ταϊλάνδη
{η}
Thailand
{n}
ταινία
{η}
Film
{m}
ταινιόδρομος
{ο}
Förderband
{n}
ταίρι
{το}
Gegenstück
{n}
ταιριάζω
passen
ταιριάζω
zusammenpassen
ταιριάζω
[τακτοποιώ]
regeln, in Ordnung bringen
ταίριασμα
{το}
Zusammenpassen
{n}
ταιριαστός
zusammenpassend
αυτοκιν.
τακάκι
{το}
φρένου
Bremsbelag
{m}
τακούνι
{το}
Absatz
{m}
[am Schuh]
τακτικός
regelmäßig
τακτοποιώ
ordnen
τακτοποιώ
[κανονίζω]
regeln
ταλαιπωρία
{η}
Strapaze
{f}
γεωλ.
φυσ.
ταλάντωση
{η}
Oszillation
{f}
φυσ.
ταλάντωση
{η}
Schwingung
{f}
βοτ.
ταμάρινθος
{η}
Tamarinde
{f}
ταμειακή απόδειξη
{η}
Kassenzettel
{m}
ταμείο
{το}
Kasse
{f}
[im Laden, Restaurant, etc.]
θέατρο
ταμείο
{το}
πριν την παράσταση
Abendkasse
{f}
ταμείο
{το}
υγείας
Krankenkasse
{f}
ταμίας
{ο}
Kassierer
{m}
ταμπέλα
{η}
Ladenschild
{n}
τάνγκα
{το}
Tanga
{m}
[Slip]
γεωγρ.
Τανζανία
{η}
Tansania
{n}
χημ.
ταντάλιο
{το}
<Ta>
Tantal
{n}
<Ta>
τάξη
{η}
Klasse
{f}
[Schulklasse, in Gesellschaft]
ταξί
{ο}
Taxi
{n}
[schweiz. auch:
{m}
]
ταξιδεύω
reisen
ταξίδι
{το}
Ausflug
{m}
ταξίδι
{το}
Reise
{f}
ταξίδι
{το}
με αυτοκίνητο
Autofahrt
{f}
ταξίδι
{το}
με τρένο
Bahnfahrt
{f}
Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων
[Χαγιάο Μιγιαζάκι]
Chihiros Reise ins Zauberland
[Hayao Miyazaki]
τουρ.
ταξιδιωτικό γραφείο
{το}
Reisebüro
{n}
ταξική κοινωνία
{η}
Klassengesellschaft
{f}
ταξίμετρο
{το}
Taxameter
{n}
ταξινόμηση
{η}
Zuordnung
{f}
βιολ.
ταξινομώ
bestimmen
[zuordnen]
ταξινομώ
ordnen
εργασία
ταξιτζής
{ο}
Taxifahrer
{m}
θρησκ.
φιλοσ.
ταοϊσμός
{ο}
Daoismus
{m}
θρησκ.
φιλοσ.
Ταοϊσμός
{ο}
Taoismus
{m}
τάπα
{η}
Stöpsel
{m}
ταπεινός
bescheiden
ταπεινός
[τιποτένιος]
niederträchtig
ταπεινοφροσύνη
{η}
Bescheidenheit
{f}
ταραγμένος
verwirrt
βοτ.
T
ταραξάκο
{το}
Gewöhnlicher Löwenzahn
{m}
ταράτσα
{η}
Terrasse
{f}
ταραχή
{η}
Erschütterung
{f}
[Ergriffenheit]
ταρσός
{ο}
Spann
{m}
μυθολ.
Τάρταρος
{ο}
Tartaros
{m}
τασάκι
{το}
Aschenbecher
{m}
τάση
{η}
Spannung
{f}
τάση
{η}
Tendenz
{f}
τάσσω
festlegen
γεωγρ.
Τατζικιστάν
{το}
Tadschikistan
{n}
αστρον.
Ταύρος
{ο}
[αστερισμός]
Stier
{m}
[Sternbild]
ταυτότητα
{η}
Ausweis
{m}
ταυτότητα
{η}
Personalausweis
{m}
ταυτόχρονα
gleichzeitig
ταυτόχρονος
gleichzeitig
ταυτοχρόνως
gleichzeitig
τάφρος
{ο}
Graben
{m}
τάφρος
{ο}
[στα βάθη θάλασσας]
Tiefseegraben
{m}
ταχόμετρο
{το}
Tachometer
{m}
{n}
ταχυδρομείο
{το}
[κτήριο]
Postamt
{n}
ταχυδρομική επιταγή
{η}
Postscheck
{m}
ταχυδρομικός κώδικας
{ο}
Postleitzahl
{f}
ταχυδρόμος
{η}
Briefträgerin
{f}
ταχυδρόμος
{ο}
Briefträger
{m}
ταχυκαρδία
{η}
Herzrasen
{n}
ιατρ.
ταχυκαρδία
{η}
Tachykardie
{f}
ταχύς
schnell
ταχύτητα
{η}
Gang
{m}
[Auto]
ταχύτητα
{η}
Geschwindigkeit
{f}
φυσ.
ταχύτητα
{η}
του φωτός
Lichtgeschwindigkeit
{f}
αστρον.
Ταώς
{ο}
[αστερισμός]
Pfau
{m}
[Sternbild]
τείνω
[απλώνω]
ausstrecken
τείνω προς
neigen zu
τείχη
{τα}
της πόλης
Stadtmauer
{f}
τέκνα
{τα}
Kinder
{pl}
τεκτονική
{η}
Tektonik
{f}
γεωλ.
τεκτονική
{η}
των παγετώνων
Glazialtektonik
{f}
γεωλ.
τεκτονική
{η}
των πλακών
Plattentektonik
{f}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 7 für den Buchstaben
Τ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025