dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 4 für den Buchstaben
Φ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/4 für
Φ
φαγάνα
{η}
[πλωτή]
Schwimmbagger
{m}
φαγάνα
{η}
[σε οικοδομή]
Bagger
{m}
φαγητό
{το}
Essen
{n}
Gericht
{n}
[Speise]
Speise
{f}
γαστρ.
φαγούρα
{η}
Jucken
{n}
[ugs.]
φαιά αρκούδα
{η}
[Ursus arctos]
Braunbär
{m}
ζωολ.
T
φαίνομαι
aussehen
wirken
φαίνομαι
[δίνω την εντύπωση]
scheinen
[den Anschein geben]
φαινόμενο
{το}
παρακμής
Verfallserscheinung
{f}
φαινόμενο
{το}
σήραγγας
Tunneleffekt
{m}
φυσ.
φάκα
{η}
Mausefalle
{f}
φάκελος
{ο}
Akte
{f}
Briefumschlag
{m}
φακή
{η}
Linse
{f}
βοτ.
γαστρ.
φακίδα
{η}
Sommersprosse
{f}
φακοειδή νέφη
{τα}
Lentikulariswolken
{pl}
μετεωρ.
linsenförmige Wolken
{pl}
μετεωρ.
φακοειδής
linsenförmig
φακοειδής πυρήνας
{ο}
linsenförmiger Kern
{m}
ανατ.
φακός
{ο}
Objektiv
{n}
Taschenlampe
{f}
φάλαγγα
{η}
Kolonne
{f}
[Autokolonne]
φάλαγγα
{η}
[ζυγαριάς]
Waagebalken
{m}
φάλαινα
{η}
Wal
{m}
ζωολ.
T
φαλαινοκαρχαρίας
{ο}
[Rhincodon typus]
Walhai
{m}
ιχθυολ.
T
φαλαινοκέφαλος
{ο}
[Balaeniceps rex]
Schuhschnabel
{m}
ορν.
T
φαλακρός
kahl
φαλλοκρατία
{η}
Phallokratie
{n}
φαλλός
{ο}
Phallus
{m}
φανάρι
{το}
Scheinwerfer
{m}
αυτοκιν.
φανάρια
{τα}
Ampel
{f}
[Verkehrsampel]
φανατικός
fanatisch
φανατισμένος
fanatisch
φανέλα
{η}
[εσώρουχο]
Unterhemd
{n}
φανελάκι
{το}
T-Shirt
{n}
φανερός
offensichtlich
φανερώνω
[αισθήματα, ιδιότητα, μυστικό, αλήθεια]
offenbaren
φαντάζομαι
sich vorstellen
φανταρίνα
{η}
Soldatin
{f}
φαντάρος
{ο}
Soldat
{m}
φαντασία
{η}
Fantasie
{f}
Phantasie
{f}
φανταστικός
fantastisch
φανταχτερός
auffällig
φάουλ
{το}
από χέρι
[ποδόσφαιρο]
Handspiel
{n}
αθλητ.
φαράγγι
{το}
Schlucht
{f}
γεωγρ.
φαρδύς
breit
φαρμακείο
{το}
Apotheke
{f}
φαρμακερός
giftig
φαρμακευτική εταιρεία
{η}
Pharmaunternehmen
{n}
φάρμακο
{το}
Medikament
{n}
φαρμακολογία
{η}
Pharmakologie
{f}
φαρμακολογικός
pharmakologisch
φαρμακολόγος
{ο}
Pharmakologe
{m}
εργασία
φαρμακοποιός
{η}
Apothekerin
{f}
φαρμακοποιός
{ο}
Apotheker
{m}
εργασία
φάρος
{ο}
Leuchtturm
{m}
φάρυγγας
{ο}
Rachen
{m}
ανατ.
φασαρία
{η}
Schwierigkeit
{f}
φασαρία
{η}
[αναστάτωση]
Aufregung
{f}
φασαρία
{η}
[θόρυβος]
Krach
{m}
Lärm
{m}
φασαρία
{η}
[μπελάς]
Ärger
{m}
φασιανός
{ο}
Fasan
{m}
γαστρ.
ορν.
T
φασκομηλιά
{η}
Salbei
{m}
{f}
βοτ.
T
φασματομετρία
{η}
Spektrometrie
{f}
φυσ.
φασματόμετρο
{το}
Spektrometer
{n}
φασματόμετρο
{το}
κρυστάλλου
Kristallspektrometer
{n}
φασματόμετρο
{το}
μαζών
Massenspektrometer
{n}
φασματόμετρο
{το}
νετρονίων
Neutronenspektrometer
{n}
φασματοσκοπία
{η}
Spektroskopie
{f}
φυσ.
φασματοσκοπία
{η}
ακτίνων γάμμα
Gammaspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
μικροκυμάτων
Mikrowellenspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
ραδιοσυχνοτήτων
Hochfrequenzspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
φθορισμού
Fluoreszenzspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία διαμόρφωσης
{η}
Modulationsspektroskopie
{f}
φασόλι
{το}
Bohne
{f}
βοτ.
γαστρ.
T
φασόλια
{τα}
Bohnen
{pl}
φαταλισμός
{ο}
Fatalismus
{m}
Φεβρουάριος
{ο}
Februar
{m}
<Feb.>
φεγγαράδα
{η}
Mondschein
{m}
φεγγάρι
{το}
Mond
{m}
φελλός
{ο}
Kork
{m}
φεουδαλισμός
{ο}
Feudalismus
{m}
ιστ.
φέρετρο
{το}
Sarg
{m}
φέρμιο
{το}
<Fm>
Fermium
{n}
<Fm>
χημ.
φέρνω
bringen
holen
φέρνω αντίρρηση
widersprechend
φέρνω κάποιον σε αμηχανία
in Verlegenheit bringen
φέρνω κάτι
etw. holen
φέρνω σε κάποιον
heranbringen
φέρομαι
sich benehmen
φέρον αέριο
{το}
Trägergas
{n}
φέρω
bringen
tragen
φέτα
{η}
[κομμάτι]
Scheibe
{f}
φέτα
{η}
ψωμί
Brotscheibe
{f}
«
⇄
»
Seite 1/4 für
Φ
φαγάνα
{η}
[πλωτή]
Schwimmbagger
{m}
φαγάνα
{η}
[σε οικοδομή]
Bagger
{m}
φαγητό
{το}
Essen
{n}
φαγητό
{το}
Gericht
{n}
[Speise]
γαστρ.
φαγητό
{το}
Speise
{f}
φαγούρα
{η}
Jucken
{n}
[ugs.]
ζωολ.
T
φαιά αρκούδα
{η}
[Ursus arctos]
Braunbär
{m}
φαίνομαι
aussehen
φαίνομαι
wirken
φαίνομαι
[δίνω την εντύπωση]
scheinen
[den Anschein geben]
φαινόμενο
{το}
παρακμής
Verfallserscheinung
{f}
φυσ.
φαινόμενο
{το}
σήραγγας
Tunneleffekt
{m}
φάκα
{η}
Mausefalle
{f}
φάκελος
{ο}
Akte
{f}
φάκελος
{ο}
Briefumschlag
{m}
βοτ.
γαστρ.
φακή
{η}
Linse
{f}
φακίδα
{η}
Sommersprosse
{f}
μετεωρ.
φακοειδή νέφη
{τα}
Lentikulariswolken
{pl}
μετεωρ.
φακοειδή νέφη
{τα}
linsenförmige Wolken
{pl}
φακοειδής
linsenförmig
ανατ.
φακοειδής πυρήνας
{ο}
linsenförmiger Kern
{m}
φακός
{ο}
Objektiv
{n}
φακός
{ο}
Taschenlampe
{f}
φάλαγγα
{η}
Kolonne
{f}
[Autokolonne]
φάλαγγα
{η}
[ζυγαριάς]
Waagebalken
{m}
ζωολ.
T
φάλαινα
{η}
Wal
{m}
ιχθυολ.
T
φαλαινοκαρχαρίας
{ο}
[Rhincodon typus]
Walhai
{m}
ορν.
T
φαλαινοκέφαλος
{ο}
[Balaeniceps rex]
Schuhschnabel
{m}
φαλακρός
kahl
φαλλοκρατία
{η}
Phallokratie
{n}
φαλλός
{ο}
Phallus
{m}
αυτοκιν.
φανάρι
{το}
Scheinwerfer
{m}
φανάρια
{τα}
Ampel
{f}
[Verkehrsampel]
φανατικός
fanatisch
φανατισμένος
fanatisch
φανέλα
{η}
[εσώρουχο]
Unterhemd
{n}
φανελάκι
{το}
T-Shirt
{n}
φανερός
offensichtlich
φανερώνω
[αισθήματα, ιδιότητα, μυστικό, αλήθεια]
offenbaren
φαντάζομαι
sich vorstellen
φανταρίνα
{η}
Soldatin
{f}
φαντάρος
{ο}
Soldat
{m}
φαντασία
{η}
Fantasie
{f}
φαντασία
{η}
Phantasie
{f}
φανταστικός
fantastisch
φανταχτερός
auffällig
αθλητ.
φάουλ
{το}
από χέρι
[ποδόσφαιρο]
Handspiel
{n}
γεωγρ.
φαράγγι
{το}
Schlucht
{f}
φαρδύς
breit
φαρμακείο
{το}
Apotheke
{f}
φαρμακερός
giftig
φαρμακευτική εταιρεία
{η}
Pharmaunternehmen
{n}
φάρμακο
{το}
Medikament
{n}
φαρμακολογία
{η}
Pharmakologie
{f}
φαρμακολογικός
pharmakologisch
εργασία
φαρμακολόγος
{ο}
Pharmakologe
{m}
φαρμακοποιός
{η}
Apothekerin
{f}
εργασία
φαρμακοποιός
{ο}
Apotheker
{m}
φάρος
{ο}
Leuchtturm
{m}
ανατ.
φάρυγγας
{ο}
Rachen
{m}
φασαρία
{η}
Schwierigkeit
{f}
φασαρία
{η}
[αναστάτωση]
Aufregung
{f}
φασαρία
{η}
[θόρυβος]
Krach
{m}
φασαρία
{η}
[θόρυβος]
Lärm
{m}
φασαρία
{η}
[μπελάς]
Ärger
{m}
γαστρ.
ορν.
T
φασιανός
{ο}
Fasan
{m}
βοτ.
T
φασκομηλιά
{η}
Salbei
{m}
{f}
φυσ.
φασματομετρία
{η}
Spektrometrie
{f}
φασματόμετρο
{το}
Spektrometer
{n}
φασματόμετρο
{το}
κρυστάλλου
Kristallspektrometer
{n}
φασματόμετρο
{το}
μαζών
Massenspektrometer
{n}
φασματόμετρο
{το}
νετρονίων
Neutronenspektrometer
{n}
φυσ.
φασματοσκοπία
{η}
Spektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
ακτίνων γάμμα
Gammaspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
μικροκυμάτων
Mikrowellenspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
ραδιοσυχνοτήτων
Hochfrequenzspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία
{η}
φθορισμού
Fluoreszenzspektroskopie
{f}
φασματοσκοπία διαμόρφωσης
{η}
Modulationsspektroskopie
{f}
βοτ.
γαστρ.
T
φασόλι
{το}
Bohne
{f}
φασόλια
{τα}
Bohnen
{pl}
φαταλισμός
{ο}
Fatalismus
{m}
Φεβρουάριος
{ο}
Februar
{m}
<Feb.>
φεγγαράδα
{η}
Mondschein
{m}
φεγγάρι
{το}
Mond
{m}
φελλός
{ο}
Kork
{m}
ιστ.
φεουδαλισμός
{ο}
Feudalismus
{m}
φέρετρο
{το}
Sarg
{m}
χημ.
φέρμιο
{το}
<Fm>
Fermium
{n}
<Fm>
φέρνω
bringen
φέρνω
holen
φέρνω αντίρρηση
widersprechend
φέρνω κάποιον σε αμηχανία
in Verlegenheit bringen
φέρνω κάτι
etw. holen
φέρνω σε κάποιον
heranbringen
φέρομαι
sich benehmen
φέρον αέριο
{το}
Trägergas
{n}
φέρω
bringen
φέρω
tragen
φέτα
{η}
[κομμάτι]
Scheibe
{f}
φέτα
{η}
ψωμί
Brotscheibe
{f}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 4 für den Buchstaben
Φ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025