Seite 1 von 4 für den Buchstaben Φ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
φαγάνα {η} [πλωτή]
Schwimmbagger {m}
φαγάνα {η} [σε οικοδομή]
Bagger {m}
φαγητό {το}
Essen {n}
Gericht {n} [Speise]
Speise {f}γαστρ.
φαγούρα {η}
Jucken {n} [ugs.]
φαιά αρκούδα {η} [Ursus arctos]
Braunbär {m}ζωολ.T
φαίνομαι
aussehen
wirken
φαίνομαι [δίνω την εντύπωση]
scheinen [den Anschein geben]
φαινόμενο {το} παρακμής
Verfallserscheinung {f}
φαινόμενο {το} σήραγγας
Tunneleffekt {m}φυσ.
φάκα {η}
Mausefalle {f}
φάκελος {ο}
Akte {f}
Briefumschlag {m}
φακή {η}
Linse {f}βοτ.γαστρ.
φακίδα {η}
Sommersprosse {f}
φακοειδή νέφη {τα}
Lentikulariswolken {pl}μετεωρ.
linsenförmige Wolken {pl}μετεωρ.
φακοειδής
linsenförmig
φακοειδής πυρήνας {ο}
linsenförmiger Kern {m}ανατ.
φακός {ο}
Objektiv {n}
Taschenlampe {f}
φάλαγγα {η}
Kolonne {f} [Autokolonne]
φάλαγγα {η} [ζυγαριάς]
Waagebalken {m}
φάλαινα {η}
Wal {m}ζωολ.T
φαλαινοκαρχαρίας {ο} [Rhincodon typus]
Walhai {m}ιχθυολ.T
φαλαινοκέφαλος {ο} [Balaeniceps rex]
Schuhschnabel {m}ορν.T
φαλακρός
kahl
φαλλοκρατία {η}
Phallokratie {n}
φαλλός {ο}
Phallus {m}
φανάρι {το}
Scheinwerfer {m}αυτοκιν.
φανάρια {τα}
Ampel {f} [Verkehrsampel]
φανατικός
fanatisch
φανατισμένος
fanatisch
φανέλα {η} [εσώρουχο]
Unterhemd {n}
φανελάκι {το}
T-Shirt {n}
φανερός
offensichtlich
φανερώνω [αισθήματα, ιδιότητα, μυστικό, αλήθεια]
offenbaren
φαντάζομαι
sich vorstellen
φανταρίνα {η}
Soldatin {f}
φαντάρος {ο}
Soldat {m}
φαντασία {η}
Fantasie {f}
Phantasie {f}
φανταστικός
fantastisch
φανταχτερός
auffällig
φάουλ {το} από χέρι [ποδόσφαιρο]
Handspiel {n}αθλητ.
φαράγγι {το}
Schlucht {f}γεωγρ.
φαρδύς
breit
φαρμακείο {το}
Apotheke {f}
φαρμακερός
giftig
φαρμακευτική εταιρεία {η}
Pharmaunternehmen {n}
φάρμακο {το}
Medikament {n}
φαρμακολογία {η}
Pharmakologie {f}
φαρμακολογικός
pharmakologisch
φαρμακολόγος {ο}
Pharmakologe {m}εργασία
φαρμακοποιός {η}
Apothekerin {f}
φαρμακοποιός {ο}
Apotheker {m}εργασία
φάρος {ο}
Leuchtturm {m}
φάρυγγας {ο}
Rachen {m}ανατ.
φασαρία {η}
Schwierigkeit {f}
φασαρία {η} [αναστάτωση]
Aufregung {f}
φασαρία {η} [θόρυβος]
Krach {m}
Lärm {m}
φασαρία {η} [μπελάς]
Ärger {m}
φασιανός {ο}
Fasan {m}γαστρ.ορν.T
φασκομηλιά {η}
Salbei {m} {f}βοτ.T
φασματομετρία {η}
Spektrometrie {f}φυσ.
φασματόμετρο {το}
Spektrometer {n}
φασματόμετρο {το} κρυστάλλου
Kristallspektrometer {n}
φασματόμετρο {το} μαζών
Massenspektrometer {n}
φασματόμετρο {το} νετρονίων
Neutronenspektrometer {n}
φασματοσκοπία {η}
Spektroskopie {f}φυσ.
φασματοσκοπία {η} ακτίνων γάμμα
Gammaspektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} μικροκυμάτων
Mikrowellenspektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} ραδιοσυχνοτήτων
Hochfrequenzspektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} φθορισμού
Fluoreszenzspektroskopie {f}
φασματοσκοπία διαμόρφωσης {η}
Modulationsspektroskopie {f}
φασόλι {το}
Bohne {f}βοτ.γαστρ.T
φασόλια {τα}
Bohnen {pl}
φαταλισμός {ο}
Fatalismus {m}
Φεβρουάριος {ο}
Februar {m} <Feb.>
φεγγαράδα {η}
Mondschein {m}
φεγγάρι {το}
Mond {m}
φελλός {ο}
Kork {m}
φεουδαλισμός {ο}
Feudalismus {m}ιστ.
φέρετρο {το}
Sarg {m}
φέρμιο {το} <Fm>
Fermium {n} <Fm>χημ.
φέρνω
bringen
holen
φέρνω αντίρρηση
widersprechend
φέρνω κάποιον σε αμηχανία
in Verlegenheit bringen
φέρνω κάτι
etw. holen
φέρνω σε κάποιον
heranbringen
φέρομαι
sich benehmen
φέρον αέριο {το}
Trägergas {n}
φέρω
bringen
tragen
φέτα {η} [κομμάτι]
Scheibe {f}
φέτα {η} ψωμί
Brotscheibe {f}
φαγάνα {η} [πλωτή]Schwimmbagger {m}
φαγάνα {η} [σε οικοδομή]Bagger {m}
φαγητό {το}Essen {n}
φαγητό {το}Gericht {n} [Speise]
γαστρ.
φαγητό {το}
Speise {f}
φαγούρα {η}Jucken {n} [ugs.]
ζωολ.T
φαιά αρκούδα {η} [Ursus arctos]
Braunbär {m}
φαίνομαιaussehen
φαίνομαιwirken
φαίνομαι [δίνω την εντύπωση]scheinen [den Anschein geben]
φαινόμενο {το} παρακμήςVerfallserscheinung {f}
φυσ.
φαινόμενο {το} σήραγγας
Tunneleffekt {m}
φάκα {η}Mausefalle {f}
φάκελος {ο}Akte {f}
φάκελος {ο}Briefumschlag {m}
βοτ.γαστρ.
φακή {η}
Linse {f}
φακίδα {η}Sommersprosse {f}
μετεωρ.
φακοειδή νέφη {τα}
Lentikulariswolken {pl}
μετεωρ.
φακοειδή νέφη {τα}
linsenförmige Wolken {pl}
φακοειδήςlinsenförmig
ανατ.
φακοειδής πυρήνας {ο}
linsenförmiger Kern {m}
φακός {ο}Objektiv {n}
φακός {ο}Taschenlampe {f}
φάλαγγα {η}Kolonne {f} [Autokolonne]
φάλαγγα {η} [ζυγαριάς]Waagebalken {m}
ζωολ.T
φάλαινα {η}
Wal {m}
ιχθυολ.T
φαλαινοκαρχαρίας {ο} [Rhincodon typus]
Walhai {m}
ορν.T
φαλαινοκέφαλος {ο} [Balaeniceps rex]
Schuhschnabel {m}
φαλακρόςkahl
φαλλοκρατία {η}Phallokratie {n}
φαλλός {ο}Phallus {m}
αυτοκιν.
φανάρι {το}
Scheinwerfer {m}
φανάρια {τα}Ampel {f} [Verkehrsampel]
φανατικόςfanatisch
φανατισμένοςfanatisch
φανέλα {η} [εσώρουχο]Unterhemd {n}
φανελάκι {το}T-Shirt {n}
φανερόςoffensichtlich
φανερώνω [αισθήματα, ιδιότητα, μυστικό, αλήθεια]offenbaren
φαντάζομαιsich vorstellen
φανταρίνα {η}Soldatin {f}
φαντάρος {ο}Soldat {m}
φαντασία {η}Fantasie {f}
φαντασία {η}Phantasie {f}
φανταστικόςfantastisch
φανταχτερόςauffällig
αθλητ.
φάουλ {το} από χέρι [ποδόσφαιρο]
Handspiel {n}
γεωγρ.
φαράγγι {το}
Schlucht {f}
φαρδύςbreit
φαρμακείο {το}Apotheke {f}
φαρμακερόςgiftig
φαρμακευτική εταιρεία {η}Pharmaunternehmen {n}
φάρμακο {το}Medikament {n}
φαρμακολογία {η}Pharmakologie {f}
φαρμακολογικόςpharmakologisch
εργασία
φαρμακολόγος {ο}
Pharmakologe {m}
φαρμακοποιός {η}Apothekerin {f}
εργασία
φαρμακοποιός {ο}
Apotheker {m}
φάρος {ο}Leuchtturm {m}
ανατ.
φάρυγγας {ο}
Rachen {m}
φασαρία {η}Schwierigkeit {f}
φασαρία {η} [αναστάτωση]Aufregung {f}
φασαρία {η} [θόρυβος]Krach {m}
φασαρία {η} [θόρυβος]Lärm {m}
φασαρία {η} [μπελάς]Ärger {m}
γαστρ.ορν.T
φασιανός {ο}
Fasan {m}
βοτ.T
φασκομηλιά {η}
Salbei {m} {f}
φυσ.
φασματομετρία {η}
Spektrometrie {f}
φασματόμετρο {το}Spektrometer {n}
φασματόμετρο {το} κρυστάλλουKristallspektrometer {n}
φασματόμετρο {το} μαζώνMassenspektrometer {n}
φασματόμετρο {το} νετρονίωνNeutronenspektrometer {n}
φυσ.
φασματοσκοπία {η}
Spektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} ακτίνων γάμμαGammaspektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} μικροκυμάτωνMikrowellenspektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} ραδιοσυχνοτήτωνHochfrequenzspektroskopie {f}
φασματοσκοπία {η} φθορισμούFluoreszenzspektroskopie {f}
φασματοσκοπία διαμόρφωσης {η}Modulationsspektroskopie {f}
βοτ.γαστρ.T
φασόλι {το}
Bohne {f}
φασόλια {τα}Bohnen {pl}
φαταλισμός {ο}Fatalismus {m}
Φεβρουάριος {ο}Februar {m} <Feb.>
φεγγαράδα {η}Mondschein {m}
φεγγάρι {το}Mond {m}
φελλός {ο}Kork {m}
ιστ.
φεουδαλισμός {ο}
Feudalismus {m}
φέρετρο {το}Sarg {m}
χημ.
φέρμιο {το} <Fm>
Fermium {n} <Fm>
φέρνωbringen
φέρνωholen
φέρνω αντίρρησηwidersprechend
φέρνω κάποιον σε αμηχανίαin Verlegenheit bringen
φέρνω κάτιetw. holen
φέρνω σε κάποιονheranbringen
φέρομαιsich benehmen
φέρον αέριο {το}Trägergas {n}
φέρωbringen
φέρωtragen
φέτα {η} [κομμάτι]Scheibe {f}
φέτα {η} ψωμίBrotscheibe {f}
Seite 1 von 4 für den Buchstaben Φ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025