Seite 1 von 1 für den Buchstaben Ψ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
ψάθα {η}
Rohrkolben {f}
Schilfmatte {f}
ψάθα {η} [καπέλο]
Strohhut {m}
ψαλίδι {το}
Schere {f}
ψαλιδόγλωσσος
geschwätzig
ψαλμός {ο}
Psalm {m}θρησκ.
ψαλμωδία {η}
Psalmodie {f}θρησκ.
ψαλμωδικός
psalmodischθρησκ.
ψαλτήρι(ο) {το}
Psalter {m}θρησκ.
ψάλτης {ο}
Kirchensänger {m}θρησκ.μουσ.
ψαμμίτης {ο}
Sandstein {m}γεωλ.
ψαμμόφιλος
psammophil
ψαράς {ο} [έμπορος]
Fischhändler {m}εμπόρ.ιχθυολ.
ψαράς {ο} [επαγγελματίας]
Fischer {m}εργασίαιχθυολ.
ψαρεύω
angeln
fischen
ψάρι {το}
Fisch {m}
ψάρι του γλυκού νερού
Süßwasserfisch {m}
ψαρίλα {η}
Fischgeruch {m}
ψαρόνι {το}
Star {m}ζωολ.T
ψάχνω
suchen
ψελλίζω
stammeln
ψέμα {το}
Lüge {f}
ψευδάργυρος {ο}
Zink {n}χημ.
ψεύδομαι
lügen
ψεύδομαι σε κάποιον
jdn. anlügen
ψευδορκία {η}
Meineid {m}νομ.
ψευδώνυμο {το}
Pseudonym {n}
ψηλά
hoch
ψηλαφίζω
abtasten
ψηλό τακούνι {το}
hoher Absatz {m} [am Schuh]
ψηλός
groß
hoch
ψήνομαι
kochen [verglühen]γαστρ.
ψήνω
backen
bratenγαστρ.
ψήνω [στη σχάρα]
grillenγαστρ.
ψήνω το ψάρι στα χείλη κάποιου
jdm das Leben zur Hölle machen
ψήσιμο {το} [στη σχάρα, στα κάρβουνα]
Grillen {n}γαστρ.
ψηστιέρα {η}
Grill {m} [Gerät]γαστρ.
ψηφιακό ρολόι {το}
Digitaluhr {f}
ψηφιακός
digitalηλεκτρ.πλρφκ.
ψηφίζω
abstimmen
verabschieden [Gesetz]νομ.πολιτ.
wählen [Politik]
ψηφίο {το}
Ziffer {f}
ψήφος {η}
Stimme {f}πολιτ.
ψηφοφόρος {ο}
Wähler {m}πολιτ.
ψιθυρίζω
flüstern
ψιχαλίζει
es nieselt
ψίχουλο {το}
Krümel {m}
ψοφίμι {το}
Aas {n} [Tierleiche]
ψόφιος [απο κούραση] [κοιν.] [μεταφ.]
geschafft [sehr müde] [ugs.]
ψυανοσοφαρμακολογία {η}
Immunpharmakologie {f}
ψυγείο {το}
Kühlschrank {m}
ψύλλος {ο}
Floh {m}ζωολ.T
ψυχαγωγία {η}
Unterhaltung {f}
Vergnügen {n}
ψυχανάλυση {η}
Psychoanalyse {f}ψυχολ.
ψυχαναλυτής {ο}
Psychoanalytiker {m}εργασίαψυχολ.
ψυχαναλυτικός
psychoanalytischψυχολ.
ψυχή {η}
Psyche {f} [geh.]ψυχολ.
Seele {f}ψυχολ.
ψυχιατρείο {το}
Psychiatrie {f} [Klinik]ιατρ.ψυχολ.
ψυχιατρική {η}
Psychiatrie {f} [Lehrgebiet]ιατρ.ψυχολ.
ψυχιατρικός
psychiatrischιατρ.ψυχολ.
ψυχίατρος {ο}
Psychiater {m}ιατρ.
ψυχική ασθένεια {η}
psychische Erkrankung {f}
ψυχοθεραπεία {η}
Psychotherapie {f}ψυχολ.
ψυχοθεραπευτής {ο}
Psychotherapeut {m}εργασίαψυχολ.
ψυχοθεραπευτικός
psychotherapeutischψυχολ.
ψυχοθεραπεύτρια {η}
Psychotherapeutin {f}εργασίαψυχολ.
ψυχολογία {η}
Psychologie {f}ψυχολ.
ψυχολογία {η} της Θρησκείας
Religionspsychologie {f}θρησκ.ψυχολ.
ψυχολογικά
psychologischψυχολ.
ψυχολογικός
psychologischψυχολ.
ψυχολόγος {ο}
Psychologe {m}εργασίαψυχολ.
ψυχομαχητό {το}
Agonie {f}
ψυχοπαθής {ο}
Psychopath {m}ψυχολ.
ψυχοπαθολογικός
psychopathologisch
ψυχοπλάκωμα {το}
Frust {m} [ugs.]
ψυχοπλακωτικός
frustrierend
ψυχοσωματικός
psychosomatischψυχολ.
ψυχοφαρμακολογία {η}
Psychopharmakologie {f}
ψυχοφυσιολογία {η}
Psychophysiologie {f}βιολ.ψυχολ.
ψυχοφυσιολογικός
psychophysiologisch
ψύχρα {η}
Kühle {f}
ψυχρός
kühl
ψύχωση {η}
Psychose {f}ψυχολ.
ψωμάκι {το}
Brötchen {n}
ψωμί {το}
Brot {n}
ψώνια {τα}
Einkäufe {pl}
Einkaufen {n}
ψωνίζω
einkaufen
ψωρίαση {η}
Schuppenflechte {f}ιατρ.
ψάθα {η}Rohrkolben {f}
ψάθα {η}Schilfmatte {f}
ψάθα {η} [καπέλο]Strohhut {m}
ψαλίδι {το}Schere {f}
ψαλιδόγλωσσοςgeschwätzig
θρησκ.
ψαλμός {ο}
Psalm {m}
θρησκ.
ψαλμωδία {η}
Psalmodie {f}
θρησκ.
ψαλμωδικός
psalmodisch
θρησκ.
ψαλτήρι(ο) {το}
Psalter {m}
θρησκ.μουσ.
ψάλτης {ο}
Kirchensänger {m}
γεωλ.
ψαμμίτης {ο}
Sandstein {m}
ψαμμόφιλοςpsammophil
εμπόρ.ιχθυολ.
ψαράς {ο} [έμπορος]
Fischhändler {m}
εργασίαιχθυολ.
ψαράς {ο} [επαγγελματίας]
Fischer {m}
ψαρεύωangeln
ψαρεύωfischen
ψάρι {το}Fisch {m}
ψάρι του γλυκού νερούSüßwasserfisch {m}
ψαρίλα {η}Fischgeruch {m}
ζωολ.T
ψαρόνι {το}
Star {m}
ψάχνωsuchen
ψελλίζωstammeln
ψέμα {το}Lüge {f}
χημ.
ψευδάργυρος {ο}
Zink {n}
ψεύδομαιlügen
ψεύδομαι σε κάποιονjdn. anlügen
νομ.
ψευδορκία {η}
Meineid {m}
ψευδώνυμο {το}Pseudonym {n}
ψηλάhoch
ψηλαφίζωabtasten
ψηλό τακούνι {το}hoher Absatz {m} [am Schuh]
ψηλόςgroß
ψηλόςhoch
γαστρ.
ψήνομαι
kochen [verglühen]
ψήνωbacken
γαστρ.
ψήνω
braten
γαστρ.
ψήνω [στη σχάρα]
grillen
ψήνω το ψάρι στα χείλη κάποιουjdm das Leben zur Hölle machen
γαστρ.
ψήσιμο {το} [στη σχάρα, στα κάρβουνα]
Grillen {n}
γαστρ.
ψηστιέρα {η}
Grill {m} [Gerät]
ψηφιακό ρολόι {το}Digitaluhr {f}
ηλεκτρ.πλρφκ.
ψηφιακός
digital
ψηφίζωabstimmen
νομ.πολιτ.
ψηφίζω
verabschieden [Gesetz]
ψηφίζωwählen [Politik]
ψηφίο {το}Ziffer {f}
πολιτ.
ψήφος {η}
Stimme {f}
πολιτ.
ψηφοφόρος {ο}
Wähler {m}
ψιθυρίζωflüstern
ψιχαλίζειes nieselt
ψίχουλο {το}Krümel {m}
ψοφίμι {το}Aas {n} [Tierleiche]
ψόφιος [απο κούραση] [κοιν.] [μεταφ.]geschafft [sehr müde] [ugs.]
ψυανοσοφαρμακολογία {η}Immunpharmakologie {f}
ψυγείο {το}Kühlschrank {m}
ζωολ.T
ψύλλος {ο}
Floh {m}
ψυχαγωγία {η}Unterhaltung {f}
ψυχαγωγία {η}Vergnügen {n}
ψυχολ.
ψυχανάλυση {η}
Psychoanalyse {f}
εργασίαψυχολ.
ψυχαναλυτής {ο}
Psychoanalytiker {m}
ψυχολ.
ψυχαναλυτικός
psychoanalytisch
ψυχολ.
ψυχή {η}
Psyche {f} [geh.]
ψυχολ.
ψυχή {η}
Seele {f}
ιατρ.ψυχολ.
ψυχιατρείο {το}
Psychiatrie {f} [Klinik]
ιατρ.ψυχολ.
ψυχιατρική {η}
Psychiatrie {f} [Lehrgebiet]
ιατρ.ψυχολ.
ψυχιατρικός
psychiatrisch
ιατρ.
ψυχίατρος {ο}
Psychiater {m}
ψυχική ασθένεια {η}psychische Erkrankung {f}
ψυχολ.
ψυχοθεραπεία {η}
Psychotherapie {f}
εργασίαψυχολ.
ψυχοθεραπευτής {ο}
Psychotherapeut {m}
ψυχολ.
ψυχοθεραπευτικός
psychotherapeutisch
εργασίαψυχολ.
ψυχοθεραπεύτρια {η}
Psychotherapeutin {f}
ψυχολ.
ψυχολογία {η}
Psychologie {f}
θρησκ.ψυχολ.
ψυχολογία {η} της Θρησκείας
Religionspsychologie {f}
ψυχολ.
ψυχολογικά
psychologisch
ψυχολ.
ψυχολογικός
psychologisch
εργασίαψυχολ.
ψυχολόγος {ο}
Psychologe {m}
ψυχομαχητό {το}Agonie {f}
ψυχολ.
ψυχοπαθής {ο}
Psychopath {m}
ψυχοπαθολογικόςpsychopathologisch
ψυχοπλάκωμα {το}Frust {m} [ugs.]
ψυχοπλακωτικόςfrustrierend
ψυχολ.
ψυχοσωματικός
psychosomatisch
ψυχοφαρμακολογία {η}Psychopharmakologie {f}
βιολ.ψυχολ.
ψυχοφυσιολογία {η}
Psychophysiologie {f}
ψυχοφυσιολογικόςpsychophysiologisch
ψύχρα {η}Kühle {f}
ψυχρόςkühl
ψυχολ.
ψύχωση {η}
Psychose {f}
ψωμάκι {το}Brötchen {n}
ψωμί {το}Brot {n}
ψώνια {τα}Einkäufe {pl}
ψώνια {τα}Einkaufen {n}
ψωνίζωeinkaufen
ιατρ.
ψωρίαση {η}
Schuppenflechte {f}
Seite 1 von 1 für den Buchstaben Ψ im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025