dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 12 für den Buchstaben
Ε
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/12 für
Ε
εάν
falls nicht
ob
sofern nicht
έαρ
{το}
Frühling
{m}
εαρινή ισημερία
{η}
Frühlingsäquinoktium
{n}
γεωγρ.
εαρινός
Frühlings-
εαυτός
selbst
εβδομάδα
{η}
Woche
{f}
εβδομαδιαία εφημερίδα
{η}
Wochenzeitung
{f}
εβδομαδιαίο εισιτήριο
{το}
Monatskarte
{f}
εβδομαδιαίο περιοδικό
{το}
Wochenzeitschrift
{f}
εβδομαδιαίος
wöchentlich
εβδομήκοντα
siebzig
εβδομηκοστό
{το}
Siebzigstel
{n}
[schweiz. meist
{m}
]
εβδομήντα
siebzig
εβδομήντα πέντε
fünfundsiebzig
εβένινος
aus Ebenholz
[nachgestellt]
έβενος
{ο}
Ebenholz
{n}
εβολουσιονισμός
{ο}
Evolutionismus
{m}
εβονίτης
{ο}
Hartgummi
{m}
εβραϊκή γλώσσα
{η}
Hebräisch
{n}
γλωσσ.
εβραϊκός
jüdisch
Εβραίος
{ο}
Jude
{m}
Έβρος
{ο}
Evros
{m}
γεωγρ.
έγγαμος
verheiratet
έγγαμος βίος
{ο}
Eheleben
{n}
εγγαστριμυθία
{η}
Bauchrednerei
{f}
εγγαστρίμυθος
{ο}
Bauchredner
{m}
εγγεγραμμένος
eingeschrieben
έγγεια ιδιοκτησία
{η}
Grundbesitz
{m}
έγγεια κινητικότητα
{η}
Bodenmobilität
{f}
έγγειο χρέος
{το}
Grundschuld
{f}
νομ.
εγγειοβελτιωτικός
Bodenverbesserungs-
έγγειος
Grund-
έγγειος περιουσία
{η}
Grundvermögen
{n}
έγγειος φόρος
{ο}
Grundsteuer
{f}
εγγενής
angeboren
[Krankheit]
Εγγλέζος
{ο}
Engländer
{m}
εγγονή
{η}
Enkelin
{f}
Enkeltochter
{f}
εγγόνι
{το}
Enkel
{m}
Enkelin
{f}
εγγονός
{ο}
Enkel
{m}
εγγράμματος
gebildet
έγγραμμη συνομιλία
{η}
Online-Gespräch
{n}
πλρφκ.
έγγραμμο παιχνίδι
{το}
Online-Spiel
{n}
πλρφκ.
εγγραφή
{η}
Aufnahme
{f}
Einschreibung
{f}
έγγραφο μεταφοράς
{το}
έγγραφος
schriftlich
εγγράφω
einschreiben
εγγράφω
[καταχωρίζω]
eintragen
εγγυημένος
garantiert
εγγύηση
{η}
Garantie
{f}
εμπόρ.
Gewährleistung
{f}
[Mängelhaftung]
εγγύηση
{η}
του κατασκευαστή
Gewährleistung
{f}
des Herstellers
εμπόρ.
κατασκ.
εγγύτητα
{η}
Nähe
{f}
έγερση
{η}
[ανέγερση]
Errichtung
{f}
έγερση
{η}
[διέγερση]
Erregung
{f}
έγερση
{η}
[ξύπνημα]
Aufwachen
{n}
έγερση αγωγής
{η}
Einleitung
{f}
eines Verfahrens
νομ.
έγινε το κεφάλι μου καζάνι
mir brummt der Schädel
εγκάθετος
{ο}
[για να αποδοκιμάζει]
bestellter Zwischenrufer
{m}
εγκάθετος
{ο}
[για να χειροκροτεί]
Claqueur
{m}
εγκαθίδρυση
{η}
Gründung
{f}
[Staatsform, Regierungsform]
εγκαθιδρύω
gründen
εγκαθίσταμαι σε ένα σπίτι
in ein Haus einziehen
εγκαθιστώ
[άτομο: διορίζω]
einsetzen
εγκαθιστώ
[μηχάνημα]
installieren
εγκαθιστώ
[σε κατοικία]
unterbringen
εγκαίνια
{τα}
Einweihung
{f}
εγκαινιάζω
eröffnen
εγκαίρως
pünktlich
εγκάρσια
quer
εγκάρσια τομή
{η}
Querschnitt
{m}
[Schnitt]
εγκαταλειμμένος
verlassen
[einsam]
εγκαταλείπω
aufgeben
verlassen
εγκατάλειψη
{η}
Abandon
{m}
εγκατάλειψη μετοχής
Abandon einer Aktie
εγκατάσταση
{η}
Montage
{f}
[Aufstellung]
εγκατάσταση
{η}
αυτόματου πυροβολισμού
Selbstschussanlage
{f}
εγκατάσταση
{η}
διήθησης
Filteranlage
{f}
έγκαυμα
{το}
Verbrennung
{f}
ιατρ.
εγκεφαλικό ημισφαίριο
{το}
Gehirnhälfte
{f}
ανατ.
εγκεφαλίτιδα
{η}
Enzephalitis
{f}
ιατρ.
εγκεφαλονωτιαίο υγρό
{το}
Gehirnflüssigkeit
{f}
ιατρ.
εγκέφαλος
{ο}
Gehirn
{n}
έγκλημα
{το}
Verbrechen
{n}
εγκλωβισμός
{ο}
Umzingelung
{f}
εγκράτεια
{η}
Abstinenz
{f}
εγκρατής
abstinent
keusch
εγκυκλοπαίδεια
{η}
Enzyklopädie
{f}
Lexikon
{n}
εγκυμοσύνη
{η}
Schwangerschaft
{f}
έγκυος
schwanger
εγκυρότητα
{η}
Gültigkeit
{f}
Zuverlässigkeit
{f}
[von Information]
εγχείρηση
{η}
Operation
{f}
ιατρ.
«
⇄
»
Seite 1/12 für
Ε
εάν
falls nicht
εάν
ob
εάν
sofern nicht
έαρ
{το}
Frühling
{m}
γεωγρ.
εαρινή ισημερία
{η}
Frühlingsäquinoktium
{n}
εαρινός
Frühlings-
εαυτός
selbst
εβδομάδα
{η}
Woche
{f}
εβδομαδιαία εφημερίδα
{η}
Wochenzeitung
{f}
εβδομαδιαίο εισιτήριο
{το}
Monatskarte
{f}
εβδομαδιαίο περιοδικό
{το}
Wochenzeitschrift
{f}
εβδομαδιαίος
wöchentlich
εβδομήκοντα
siebzig
εβδομηκοστό
{το}
Siebzigstel
{n}
[schweiz. meist
{m}
]
εβδομήντα
siebzig
εβδομήντα πέντε
fünfundsiebzig
εβένινος
aus Ebenholz
[nachgestellt]
έβενος
{ο}
Ebenholz
{n}
εβολουσιονισμός
{ο}
Evolutionismus
{m}
εβονίτης
{ο}
Hartgummi
{m}
γλωσσ.
εβραϊκή γλώσσα
{η}
Hebräisch
{n}
εβραϊκός
jüdisch
Εβραίος
{ο}
Jude
{m}
γεωγρ.
Έβρος
{ο}
Evros
{m}
έγγαμος
verheiratet
έγγαμος βίος
{ο}
Eheleben
{n}
εγγαστριμυθία
{η}
Bauchrednerei
{f}
εγγαστρίμυθος
{ο}
Bauchredner
{m}
εγγεγραμμένος
eingeschrieben
έγγεια ιδιοκτησία
{η}
Grundbesitz
{m}
έγγεια κινητικότητα
{η}
Bodenmobilität
{f}
νομ.
έγγειο χρέος
{το}
Grundschuld
{f}
εγγειοβελτιωτικός
Bodenverbesserungs-
έγγειος
Grund-
έγγειος περιουσία
{η}
Grundvermögen
{n}
έγγειος φόρος
{ο}
Grundsteuer
{f}
εγγενής
angeboren
[Krankheit]
Εγγλέζος
{ο}
Engländer
{m}
εγγονή
{η}
Enkelin
{f}
εγγονή
{η}
Enkeltochter
{f}
εγγόνι
{το}
Enkel
{m}
εγγόνι
{το}
Enkelin
{f}
εγγονός
{ο}
Enkel
{m}
εγγράμματος
gebildet
πλρφκ.
έγγραμμη συνομιλία
{η}
Online-Gespräch
{n}
πλρφκ.
έγγραμμο παιχνίδι
{το}
Online-Spiel
{n}
εγγραφή
{η}
Aufnahme
{f}
εγγραφή
{η}
Einschreibung
{f}
έγγραφο μεταφοράς
{το}
έγγραφος
schriftlich
εγγράφω
einschreiben
εγγράφω
[καταχωρίζω]
eintragen
εγγυημένος
garantiert
εμπόρ.
εγγύηση
{η}
Garantie
{f}
εγγύηση
{η}
Gewährleistung
{f}
[Mängelhaftung]
εμπόρ.
κατασκ.
εγγύηση
{η}
του κατασκευαστή
Gewährleistung
{f}
des Herstellers
εγγύτητα
{η}
Nähe
{f}
έγερση
{η}
[ανέγερση]
Errichtung
{f}
έγερση
{η}
[διέγερση]
Erregung
{f}
έγερση
{η}
[ξύπνημα]
Aufwachen
{n}
νομ.
έγερση αγωγής
{η}
Einleitung
{f}
eines Verfahrens
έγινε το κεφάλι μου καζάνι
mir brummt der Schädel
εγκάθετος
{ο}
[για να αποδοκιμάζει]
bestellter Zwischenrufer
{m}
εγκάθετος
{ο}
[για να χειροκροτεί]
Claqueur
{m}
εγκαθίδρυση
{η}
Gründung
{f}
[Staatsform, Regierungsform]
εγκαθιδρύω
gründen
εγκαθίσταμαι σε ένα σπίτι
in ein Haus einziehen
εγκαθιστώ
[άτομο: διορίζω]
einsetzen
εγκαθιστώ
[μηχάνημα]
installieren
εγκαθιστώ
[σε κατοικία]
unterbringen
εγκαίνια
{τα}
Einweihung
{f}
εγκαινιάζω
eröffnen
εγκαίρως
pünktlich
εγκάρσια
quer
εγκάρσια τομή
{η}
Querschnitt
{m}
[Schnitt]
εγκαταλειμμένος
verlassen
[einsam]
εγκαταλείπω
aufgeben
εγκαταλείπω
verlassen
εγκατάλειψη
{η}
Abandon
{m}
εγκατάλειψη μετοχής
Abandon einer Aktie
εγκατάσταση
{η}
Montage
{f}
[Aufstellung]
εγκατάσταση
{η}
αυτόματου πυροβολισμού
Selbstschussanlage
{f}
εγκατάσταση
{η}
διήθησης
Filteranlage
{f}
ιατρ.
έγκαυμα
{το}
Verbrennung
{f}
ανατ.
εγκεφαλικό ημισφαίριο
{το}
Gehirnhälfte
{f}
ιατρ.
εγκεφαλίτιδα
{η}
Enzephalitis
{f}
ιατρ.
εγκεφαλονωτιαίο υγρό
{το}
Gehirnflüssigkeit
{f}
εγκέφαλος
{ο}
Gehirn
{n}
έγκλημα
{το}
Verbrechen
{n}
εγκλωβισμός
{ο}
Umzingelung
{f}
εγκράτεια
{η}
Abstinenz
{f}
εγκρατής
abstinent
εγκρατής
keusch
εγκυκλοπαίδεια
{η}
Enzyklopädie
{f}
εγκυκλοπαίδεια
{η}
Lexikon
{n}
εγκυμοσύνη
{η}
Schwangerschaft
{f}
έγκυος
schwanger
εγκυρότητα
{η}
Gültigkeit
{f}
εγκυρότητα
{η}
Zuverlässigkeit
{f}
[von Information]
ιατρ.
εγχείρηση
{η}
Operation
{f}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 12 für den Buchstaben
Ε
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2024