dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 10 für den Buchstaben
Σ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/10 für
Σ
Σ'αγαπώ.
Ich liebe dich.
σαβάνα
{η}
Savanne
{f}
γεωγρ.
Σάββατο
{το}
Samstag
{m}
<Sa., Sam., Samst.>
[bes. oberdt.]
σαββατοκύριακο
{το}
Wochenende
{n}
σαγανακι
{το}
kleine Kasserolle
{f}
γαστρ.
σαγιονάρα
{η}
Flip-Flop
{m}
[Schuh]
σάγο
{το}
Sago
{m}
σαγόνι
{το}
Kiefer
{m}
[Knochen]
ανατ.
Kinn
{n}
σάγος
{ο}
Sago
{m}
σακάκι
{το}
Jacke
{f}
σακί
{το}
Sack
{m}
σακίδιο
{το}
Rucksack
{m}
σακούλα
{η}
Tüte
{f}
σαλαμάνδρα
{η}
Salamander
{m}
ζωολ.
T
σαλάτα
{η}
Salat
{m}
[Zubereitung]
σαλάτα
{η}
με ζυμαρικά
Nudelsalat
{m}
γαστρ.
Σαλαφισμός
{ο}
Salafismus
{m}
θρησκ.
πολιτ.
Salafitentum
{n}
θρησκ.
πολιτ.
σάλβια
{η}
Salbei
{m}
{f}
βοτ.
T
σαλιγκάρι
{το}
Schnecke
{f}
ζωολ.
T
Σαλονίκη
{η}
Saloniki
{n}
σαλτάρω
springen
[Sport, bei Brettspielen]
σάλτσα
{η}
Sauce
{f}
γαστρ.
σαμάριο
{το}
<Sm>
Samarium
{n}
<Sm>
χημ.
σαματάς
{ο}
Radau
{m}
Σαμόα
{η}
Samoa
{n}
γεωγρ.
Σαμοθράκη
{η}
Samothraki
{n}
γεωγρ.
Σάμος
{η}
Samos
{n}
γεωγρ.
σαν
wie
[vergleichend]
σανίδι
{το}
Brett
{n}
Σαντορίνη
{η}
Santorin
{n}
γεωγρ.
σάντουιτς
{το}
Sandwich
{n}
{m}
σαξονικός
sächsisch
σαξοφωνίστας
{ο}
Saxofonist
{m}
εργασία
μουσ.
σαξόφωνο
{το}
Saxofon
{n}
μουσ.
Saxophon
{n}
μουσ.
Σαξωνία
{η}
Sachsen
{n}
γεωγρ.
Σαξωνία-Άνχαλτ
{η}
Sachsen-Anhalt
{n}
γεωγρ.
Σάο Τομέ και Πρίνσιπε
{το}
São Tomé und Príncipe
{n}
γεωγρ.
Σαουδική Αραβία
{η}
Saudi-Arabien
{n}
γεωγρ.
σαπίζω
verfaulen
verwesen
σαπούνι
{το}
Seife
{f}
Σαράγεβο
{το}
Sarajevo
{n}
γεωγρ.
Σαρακήνο
{το}
[Σποράδες]
Sarakino
{n}
[Sporaden]
γεωγρ.
σαράκι
{το}
Holzwurm
{m}
σαράντα
vierzig
σαρανταποδαρούσα
{η}
Tausendfüßer
{m}
ζωολ.
T
σαράφης
{ο}
Geldwechsler
{m}
Σαρδηνία
{η}
Sardinien
{n}
γεωγρ.
σαρκώδης
fleischig
βοτ.
σαρσέλα
{η}
[Spatula querquedula, syn.: Anas querquedula]
Knäkente
{f}
ορν.
T
σαρωτής
{ο}
Scanner
{m}
πλρφκ.
σας
euch
σάτιρα
{η}
Satire
{f}
Satire
{f}
σαύρα
{η}
Eidechse
{f}
ζωολ.
T
Σαύρα
{η}
[αστερισμός]
Eidechse
{f}
[Sternbild]
αστρον.
σαφής
deutlich
Σαχάρα
{η}
Sahara
{f}
γεωγρ.
σαχλός
dumm
σβέλτος
flott
σβέρκος
{ο}
Genick
{n}
Nacken
{m}
σβήνω
[το φως κλπ]
ausschalten
σε
an
bei
in
σε
[χρονικό]
nach
[Zeit]
σε εγγύηση
auf Garantie
σε εξέλιξη
im Gange
σε καμία περίπτωση
auf keinen Fall
σε λογικές τιμές
zu fairen Preisen
σε μια στιγμή
gleich
σε πακέτο για το σπίτι
zum Mitnehmen
[nachgestellt]
γαστρ.
σε περίπτωση που
falls
σε ποσοστό επί τοις εκατό
in Prozenten ausgedrückt
Σέ συγχαίρω γιά ...
Ich gratuliere dir zu ...
σε συμφέρουσα τιμή
preisgünstig
σε τάξη
in Ordnung
σεβαστός
geachtet
verehrt
σέβομαι
respektieren
σέγα
{η}
Stichsäge
{f}
εργαλ.
σεζόν
{η}
Saison
{f}
σειρά
{η}
Reihe
{f}
σειρά
{η}
[διαδοχή]
Reihenfolge
{f}
σειρά
{η}
κόμικς
Comicserie
{f}
σειρά
{η}
μαθημάτων
Kurs
{m}
Σειρήνα
{η}
Sirene
{f}
μυθολ.
σειρήνα
{η}
Sirene
{f}
σεισμική δόνηση
{η}
Erderschütterung
{f}
γεωλ.
σεισμόμετρο
{το}
Seismometer
{n}
γεωλ.
εργαλ.
σεισμός
{ο}
Beben
{n}
[Erdbeben]
γεωλ.
Erdbeben
{n}
γεωλ.
σελήνη
{η}
Mond
{m}
σελήνιο
{το}
<Se>
Selen
{n}
<Se>
χημ.
σελίδα
{η}
Seite
{f}
<S.>
σελιδοδείκτης
{ο}
Lesezeichen
{n}
«
⇄
»
Seite 1/10 für
Σ
Σ'αγαπώ.
Ich liebe dich.
γεωγρ.
σαβάνα
{η}
Savanne
{f}
Σάββατο
{το}
Samstag
{m}
<Sa., Sam., Samst.>
[bes. oberdt.]
σαββατοκύριακο
{το}
Wochenende
{n}
γαστρ.
σαγανακι
{το}
kleine Kasserolle
{f}
σαγιονάρα
{η}
Flip-Flop
{m}
[Schuh]
σάγο
{το}
Sago
{m}
ανατ.
σαγόνι
{το}
Kiefer
{m}
[Knochen]
σαγόνι
{το}
Kinn
{n}
σάγος
{ο}
Sago
{m}
σακάκι
{το}
Jacke
{f}
σακί
{το}
Sack
{m}
σακίδιο
{το}
Rucksack
{m}
σακούλα
{η}
Tüte
{f}
ζωολ.
T
σαλαμάνδρα
{η}
Salamander
{m}
σαλάτα
{η}
Salat
{m}
[Zubereitung]
γαστρ.
σαλάτα
{η}
με ζυμαρικά
Nudelsalat
{m}
θρησκ.
πολιτ.
Σαλαφισμός
{ο}
Salafismus
{m}
θρησκ.
πολιτ.
Σαλαφισμός
{ο}
Salafitentum
{n}
βοτ.
T
σάλβια
{η}
Salbei
{m}
{f}
ζωολ.
T
σαλιγκάρι
{το}
Schnecke
{f}
Σαλονίκη
{η}
Saloniki
{n}
σαλτάρω
springen
[Sport, bei Brettspielen]
γαστρ.
σάλτσα
{η}
Sauce
{f}
χημ.
σαμάριο
{το}
<Sm>
Samarium
{n}
<Sm>
σαματάς
{ο}
Radau
{m}
γεωγρ.
Σαμόα
{η}
Samoa
{n}
γεωγρ.
Σαμοθράκη
{η}
Samothraki
{n}
γεωγρ.
Σάμος
{η}
Samos
{n}
σαν
wie
[vergleichend]
σανίδι
{το}
Brett
{n}
γεωγρ.
Σαντορίνη
{η}
Santorin
{n}
σάντουιτς
{το}
Sandwich
{n}
{m}
σαξονικός
sächsisch
εργασία
μουσ.
σαξοφωνίστας
{ο}
Saxofonist
{m}
μουσ.
σαξόφωνο
{το}
Saxofon
{n}
μουσ.
σαξόφωνο
{το}
Saxophon
{n}
γεωγρ.
Σαξωνία
{η}
Sachsen
{n}
γεωγρ.
Σαξωνία-Άνχαλτ
{η}
Sachsen-Anhalt
{n}
γεωγρ.
Σάο Τομέ και Πρίνσιπε
{το}
São Tomé und Príncipe
{n}
γεωγρ.
Σαουδική Αραβία
{η}
Saudi-Arabien
{n}
σαπίζω
verfaulen
σαπίζω
verwesen
σαπούνι
{το}
Seife
{f}
γεωγρ.
Σαράγεβο
{το}
Sarajevo
{n}
γεωγρ.
Σαρακήνο
{το}
[Σποράδες]
Sarakino
{n}
[Sporaden]
σαράκι
{το}
Holzwurm
{m}
σαράντα
vierzig
ζωολ.
T
σαρανταποδαρούσα
{η}
Tausendfüßer
{m}
σαράφης
{ο}
Geldwechsler
{m}
γεωγρ.
Σαρδηνία
{η}
Sardinien
{n}
βοτ.
σαρκώδης
fleischig
ορν.
T
σαρσέλα
{η}
[Spatula querquedula, syn.: Anas querquedula]
Knäkente
{f}
πλρφκ.
σαρωτής
{ο}
Scanner
{m}
σας
euch
σάτιρα
{η}
Satire
{f}
σάτιρα
{η}
Satire
{f}
ζωολ.
T
σαύρα
{η}
Eidechse
{f}
αστρον.
Σαύρα
{η}
[αστερισμός]
Eidechse
{f}
[Sternbild]
σαφής
deutlich
γεωγρ.
Σαχάρα
{η}
Sahara
{f}
σαχλός
dumm
σβέλτος
flott
σβέρκος
{ο}
Genick
{n}
σβέρκος
{ο}
Nacken
{m}
σβήνω
[το φως κλπ]
ausschalten
σε
an
σε
bei
σε
in
σε
[χρονικό]
nach
[Zeit]
σε εγγύηση
auf Garantie
σε εξέλιξη
im Gange
σε καμία περίπτωση
auf keinen Fall
σε λογικές τιμές
zu fairen Preisen
σε μια στιγμή
gleich
γαστρ.
σε πακέτο για το σπίτι
zum Mitnehmen
[nachgestellt]
σε περίπτωση που
falls
σε ποσοστό επί τοις εκατό
in Prozenten ausgedrückt
Σέ συγχαίρω γιά ...
Ich gratuliere dir zu ...
σε συμφέρουσα τιμή
preisgünstig
σε τάξη
in Ordnung
σεβαστός
geachtet
σεβαστός
verehrt
σέβομαι
respektieren
εργαλ.
σέγα
{η}
Stichsäge
{f}
σεζόν
{η}
Saison
{f}
σειρά
{η}
Reihe
{f}
σειρά
{η}
[διαδοχή]
Reihenfolge
{f}
σειρά
{η}
κόμικς
Comicserie
{f}
σειρά
{η}
μαθημάτων
Kurs
{m}
μυθολ.
Σειρήνα
{η}
Sirene
{f}
σειρήνα
{η}
Sirene
{f}
γεωλ.
σεισμική δόνηση
{η}
Erderschütterung
{f}
γεωλ.
εργαλ.
σεισμόμετρο
{το}
Seismometer
{n}
γεωλ.
σεισμός
{ο}
Beben
{n}
[Erdbeben]
γεωλ.
σεισμός
{ο}
Erdbeben
{n}
σελήνη
{η}
Mond
{m}
χημ.
σελήνιο
{το}
<Se>
Selen
{n}
<Se>
σελίδα
{η}
Seite
{f}
<S.>
σελιδοδείκτης
{ο}
Lesezeichen
{n}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 10 für den Buchstaben
Σ
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2024