dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 2 für den Buchstaben
Ω
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
«
⇄
»
Seite 1/2 für
Ω
ωάριο
{το}
Eizelle
{f}
ανατ.
βιολ.
ωδείο
{το}
Konservatorium
{n}
εκπαιδ.
μουσ.
ωδή
{η}
[άσμα, τραγούδι]
Lied
{n}
ωδή
{η}
[ποίημα]
Ode
{f}
ωδική
{η}
Gesang
{m}
μουσ.
ωδικός
[για πτηνό]
Sing-
ωδικός
[που αναφέρεται στην ωδική]
Gesangs-
ωδίνες
{οι}
Geburtswehen
{pl}
ιατρ.
Wehen
{pl}
ιατρ.
ώθηση
{η}
[μεταφ.]
Antrieb
{m}
Impuls
{m}
ώθηση
{η}
[σκουντιά]
Stoß
{m}
ωθώ
stoßen
ωθώ
[παρακινώ]
antreiben
ωθώ
[προωθώ, επιταχύνω]
vorantreiben
ωθώ
[σκουντώ]
schieben
ωκεάνια ζώνη
{η}
ozeanische Zone
{f}
ωκεάνια λεκάνη
{η}
Ozeanbecken
{n}
γεωλ.
γεωγρ.
Tiefseebecken
{n}
γεωλ.
γεωγρ.
ωκεάνια ράχη
{η}
ozeanischer Rücken
{m}
γεωλ.
ωκεάνια τάφρος
{ο}
ozeanischer Graben
{m}
γεωγρ.
ωκεανικότητα
{η}
Ozeanität
{f}
ωκεάνιο κλίμα
{το}
ozeanische Klima
{n}
γεωγρ.
ωκεάνιο νησί
{το}
ozeanische Insel
{f}
γεωγρ.
ωκεάνιος
Ozean-
ozeanisch
ωκεανογραφία
{η}
Meereskunde
{f}
επιστήμη
Ozeanografie
{f}
ωκεανογράφος
{ο}
Meereskundler
{m}
Ozeanograf
{m}
γεωγρ.
ωκεανολογία
{η}
Ozeanologie
{f}
ωκεανολογικός
ozeanologisch
ωκεανοπλοΐα
{η}
Hochseeschifffahrt
{f}
ναυτ.
ωκεανοποίηση
{η}
Ozeanisierung
{f}
Ωκεανός
{ο}
Okeanos
{m}
μυθολ.
ωκεανός
{ο}
Ozean
{m}
γεωγρ.
ωλέκρανο
{το}
Ellbogenhöcker
{m}
ανατ.
ωλένη
{η}
Elle
{f}
ανατ.
ωμ
{το}
Ohm
{n}
ηλεκτρ.
φυσ.
ωμοπλάτη
{η}
Schulterblatt
{n}
ανατ.
ωμός
roh
ώμος
{ο}
Schulter
{f}
ανατ.
ωμοφαγία
{η}
Omophagie
{f}
[Verzehr von rohem Fleisch]
ωμοφάγος
rohes Fleisch essend
ωογόνος
ovipar
ζωολ.
ωοειδής
eiförmig
ωοθήκη
{η}
Eierstock
{m}
ανατ.
ωορρηξία
{η}
Eisprung
{m}
βιολ.
Ovulation
{f}
βιολ.
ωοτοκία
{η}
Oviparie
{f}
ζωολ.
Ώπα!
[Freudenausruf wie "Olé!"]
ώρα
{η}
Stunde
{f}
<Std.>
Uhrzeit
{f}
Zeit
{f}
ώρα
{η}
(μαθήματος) ιππασίας
Reitstunde
{f}
εκπαιδ.
ωραιοπάθεια
{η}
Narzissmus
{m}
ωραιοπαθής
{ο}
Narziss
{m}
ωραιοποίηση
{η}
Beschönigung
{f}
Schönfärberei
{f}
ωραιοποιώ
beschönigen
ωραίος
fein
schön
ωραιότητα
{η}
Schönheit
{f}
ωραιόφυλλο
{το}
Buntnessel
{f}
βοτ.
T
ωραϊσμός
{ο}
Verschönerung
{f}
ωράριο
{το}
[εργασίας]
Arbeitszeit
{f}
ωράριο
{το}
[μαθημάτων]
Stundenplan
{m}
ωργισμένος
wütend
ώρες
{οι}
λειτουργίας
Öffnungszeiten
{pl}
ωριμάζω
reifen
ωρίμανση
{η}
Reife
{f}
ώριμος
reif
ωριμότητα
{η}
Reife
{f}
Ωρίων
{ο}
[αστερισμός]
Orion
{m}
[Sternbild]
αστρον.
ΩΡΛ
{ο}
[κοιν.]
HNO-Arzt
{m}
[ugs.]
ωροδείκτης
{ο}
Stundenzeiger
{m}
ωρολογιακή βόμβα
{η}
Zeitbombe
{f}
ωρολογιακός
Zeit-
ωρολογιακός διακόπτης
{ο}
Zeitschaltuhr
{f}
ωρολόγιο
{το}
Brevier
{n}
θρησκ.
Ωρολόγιον
{το}
[αστερισμός]
Pendeluhr
{f}
[Sternbild]
αστρον.
ωρολογοποιείο
{το}
Uhrengeschäft
{n}
ωρολογοποιός
{ο}
Uhrmacher
{m}
εργασία
ωροσκόπιο
{το}
Horoskop
{n}
ωροσκόπος
{ο}
Aszendent
{m}
ως ανταπόδοση
im Gegenzug
[als Gegenleistung]
ώς εάν
als ob
ως εκ τούτου
deshalb
ως επί το πλείστον
größtenteils
ως συνήθως
wie üblich
ώσμωση
{η}
Osmose
{f}
φυσ.
ωσμωτικές ιδιότητες
{οι}
osmotische Eigenschaften
{pl}
ωσμωτική διόγκωση
{η}
osmotische Quellung
{f}
ωσμωτική καταπληξία
{η}
osmotischer Schock
{m}
βιολ.
ωσμωτική πίεση
{η}
osmotischer Druck
{m}
ωσμωτικό δυναμικό
{το}
osmotisches Potenzial
{n}
ωσμωτικός
osmotisch
ώσπου
bis
ώστε
also
ωστικό κύμα
{το}
[από έκρηξη]
Druckwelle
{f}
«
⇄
»
Seite 1/2 für
Ω
ανατ.
βιολ.
ωάριο
{το}
Eizelle
{f}
εκπαιδ.
μουσ.
ωδείο
{το}
Konservatorium
{n}
ωδή
{η}
[άσμα, τραγούδι]
Lied
{n}
ωδή
{η}
[ποίημα]
Ode
{f}
μουσ.
ωδική
{η}
Gesang
{m}
ωδικός
[για πτηνό]
Sing-
ωδικός
[που αναφέρεται στην ωδική]
Gesangs-
ιατρ.
ωδίνες
{οι}
Geburtswehen
{pl}
ιατρ.
ωδίνες
{οι}
Wehen
{pl}
ώθηση
{η}
[μεταφ.]
Antrieb
{m}
ώθηση
{η}
[μεταφ.]
Impuls
{m}
ώθηση
{η}
[σκουντιά]
Stoß
{m}
ωθώ
stoßen
ωθώ
[παρακινώ]
antreiben
ωθώ
[προωθώ, επιταχύνω]
vorantreiben
ωθώ
[σκουντώ]
schieben
ωκεάνια ζώνη
{η}
ozeanische Zone
{f}
γεωλ.
γεωγρ.
ωκεάνια λεκάνη
{η}
Ozeanbecken
{n}
γεωλ.
γεωγρ.
ωκεάνια λεκάνη
{η}
Tiefseebecken
{n}
γεωλ.
ωκεάνια ράχη
{η}
ozeanischer Rücken
{m}
γεωγρ.
ωκεάνια τάφρος
{ο}
ozeanischer Graben
{m}
ωκεανικότητα
{η}
Ozeanität
{f}
γεωγρ.
ωκεάνιο κλίμα
{το}
ozeanische Klima
{n}
γεωγρ.
ωκεάνιο νησί
{το}
ozeanische Insel
{f}
ωκεάνιος
Ozean-
ωκεάνιος
ozeanisch
επιστήμη
ωκεανογραφία
{η}
Meereskunde
{f}
ωκεανογραφία
{η}
Ozeanografie
{f}
ωκεανογράφος
{ο}
Meereskundler
{m}
γεωγρ.
ωκεανογράφος
{ο}
Ozeanograf
{m}
ωκεανολογία
{η}
Ozeanologie
{f}
ωκεανολογικός
ozeanologisch
ναυτ.
ωκεανοπλοΐα
{η}
Hochseeschifffahrt
{f}
ωκεανοποίηση
{η}
Ozeanisierung
{f}
μυθολ.
Ωκεανός
{ο}
Okeanos
{m}
γεωγρ.
ωκεανός
{ο}
Ozean
{m}
ανατ.
ωλέκρανο
{το}
Ellbogenhöcker
{m}
ανατ.
ωλένη
{η}
Elle
{f}
ηλεκτρ.
φυσ.
ωμ
{το}
Ohm
{n}
ανατ.
ωμοπλάτη
{η}
Schulterblatt
{n}
ωμός
roh
ανατ.
ώμος
{ο}
Schulter
{f}
ωμοφαγία
{η}
Omophagie
{f}
[Verzehr von rohem Fleisch]
ωμοφάγος
rohes Fleisch essend
ζωολ.
ωογόνος
ovipar
ωοειδής
eiförmig
ανατ.
ωοθήκη
{η}
Eierstock
{m}
βιολ.
ωορρηξία
{η}
Eisprung
{m}
βιολ.
ωορρηξία
{η}
Ovulation
{f}
ζωολ.
ωοτοκία
{η}
Oviparie
{f}
Ώπα!
[Freudenausruf wie "Olé!"]
ώρα
{η}
Stunde
{f}
<Std.>
ώρα
{η}
Uhrzeit
{f}
ώρα
{η}
Zeit
{f}
εκπαιδ.
ώρα
{η}
(μαθήματος) ιππασίας
Reitstunde
{f}
ωραιοπάθεια
{η}
Narzissmus
{m}
ωραιοπαθής
{ο}
Narziss
{m}
ωραιοποίηση
{η}
Beschönigung
{f}
ωραιοποίηση
{η}
Schönfärberei
{f}
ωραιοποιώ
beschönigen
ωραίος
fein
ωραίος
schön
ωραιότητα
{η}
Schönheit
{f}
βοτ.
T
ωραιόφυλλο
{το}
Buntnessel
{f}
ωραϊσμός
{ο}
Verschönerung
{f}
ωράριο
{το}
[εργασίας]
Arbeitszeit
{f}
ωράριο
{το}
[μαθημάτων]
Stundenplan
{m}
ωργισμένος
wütend
ώρες
{οι}
λειτουργίας
Öffnungszeiten
{pl}
ωριμάζω
reifen
ωρίμανση
{η}
Reife
{f}
ώριμος
reif
ωριμότητα
{η}
Reife
{f}
αστρον.
Ωρίων
{ο}
[αστερισμός]
Orion
{m}
[Sternbild]
ΩΡΛ
{ο}
[κοιν.]
HNO-Arzt
{m}
[ugs.]
ωροδείκτης
{ο}
Stundenzeiger
{m}
ωρολογιακή βόμβα
{η}
Zeitbombe
{f}
ωρολογιακός
Zeit-
ωρολογιακός διακόπτης
{ο}
Zeitschaltuhr
{f}
θρησκ.
ωρολόγιο
{το}
Brevier
{n}
αστρον.
Ωρολόγιον
{το}
[αστερισμός]
Pendeluhr
{f}
[Sternbild]
ωρολογοποιείο
{το}
Uhrengeschäft
{n}
εργασία
ωρολογοποιός
{ο}
Uhrmacher
{m}
ωροσκόπιο
{το}
Horoskop
{n}
ωροσκόπος
{ο}
Aszendent
{m}
ως ανταπόδοση
im Gegenzug
[als Gegenleistung]
ώς εάν
als ob
ως εκ τούτου
deshalb
ως επί το πλείστον
größtenteils
ως συνήθως
wie üblich
φυσ.
ώσμωση
{η}
Osmose
{f}
ωσμωτικές ιδιότητες
{οι}
osmotische Eigenschaften
{pl}
ωσμωτική διόγκωση
{η}
osmotische Quellung
{f}
βιολ.
ωσμωτική καταπληξία
{η}
osmotischer Schock
{m}
ωσμωτική πίεση
{η}
osmotischer Druck
{m}
ωσμωτικό δυναμικό
{το}
osmotisches Potenzial
{n}
ωσμωτικός
osmotisch
ώσπου
bis
ώστε
also
ωστικό κύμα
{το}
[από έκρηξη]
Druckwelle
{f}
«
zurück
|
weiter
»
Seite 1 von 2 für den Buchstaben
Ω
im Griechisch-Deutsch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2024